Monday, December 14, 2009

late so

η απελπισία dear σερβίρεται πάντα ζεστή
όταν κρυώσει είναι αργά, απόλαυσέ την λοιπόν-
ή απλώς χρησιμοποίησέ την εντέχνως
(ψιθύριζε γενναιόδωρα)

ω, ας μη μιλάμε πια για θερμοκρασίες
μόλις πέταξα και το τελευταίο μου φουρό – δεν έχω άλλο
και πάει καιρός που ξόδεψα τελείως τη σιωπή μου

πόσο άδικα! αφού ακόμη και το σκηνικό ήταν χάρτινο
δεν πρόσεξες καθόλου τις κουρτίνες sweetie; τόσο κακής ποιότητας χαρτί
στην πρώτη απώλεια ακεραιότητας σκίστηκαν
(αναφωνούσε με συμπάθεια)

εγώ κράτησα πάντως μια λωρίδα – μου φτάνει να τυλίγομαι τη μέρα
και κάθε νύχτα να καλύπτω με αυτήν το σπασμένο παράθυρο
μέχρι να πληρωθώ ξανά με βλέμμα άτρητο, και να τ' αλλάξω

αχ darling ποιο το κέρδος ...αφού οι διηγήσεις πια τέλειωσαν,
χωρίς μεγάλα μυστικά πως θα ζητήσεις αύξηση;
κανείς δεν αγοράζει το αυτονόητο στις μέρες μας
(αναστέναζε συμπονετικά)

bifurcation



απέφευγε επίσης διακριτικά αλλά επίμονα τις πόρτες
ιδιαιτέρως τις ξύλινες
γιατί- έλεγε- τι να σου κάνει ένα φλιτζάνι τσάι-
ακόμα και αν η πορσελάνη του είναι η πιο φίνα-
όταν μια πόρτα παραμένει κλειστή;

κι όταν δεν μπορείς να προσθέσεις κάτι
τουλάχιστον να αφαιρείς
-συνέχιζε ρουφώντας ηχηρά την τελευταία γουλιά -

μα για όνομα του θεού
που ξανακούστηκε χριστουγεννιάτικο δέντρο χωρίς κορυφή;
αρχίστε καλύτερα την επανάσταση το Πάσχα χρυσά μου

και ποτέ μη ρίχνετε την πασιέντζα με το ένα χέρι
προκαλεί πονοκέφαλο

Wednesday, September 23, 2009

βόλτα

Ήταν πάντως παρήγορο ότι μια αργόσυρτη περιγραφή ενός εκστατικά όμορφου αντικειμένου μπορούσε να καταλαγιάσει και τις πιο υπερχειλισμένες σκέψεις.
Ή το γυάλινο γαλάζιο μιας πισίνας από ψηλά.
Όπως όταν νοσταλγείς κάτι που δεν θυμάσαι.

Δήλωνε, τότε, ευθύμως διατηρητέα και ευελπιστούσε άμεσης ψυχικής αποκατάστασης.
Κάθε φορά όμως που γλιστρούσε αθέλητα
στη σωστή χαραμάδα
ατυχούς γούστου λεπτομέρειες γίνονταν άξαφνα σημεία φυγής,
εικόνες ριπές-
που πάσχιζε να συγκρατήσει σε
είκοσι εκατοστά λευκό
ριγέ,
λεκέδες γκρι ακατάστατοι,
αμφιδέξιες προθέσεις
όρια- ουσιαστικά αδιαπραγμάτευτα
πλανόδιοι συγγενείς με αλλεργικά επίθετα
Ποιητική ασωτία -βολεμένα ρήματα
Εξάλλου η ομορφιά, έλεγε,
δεν γνωρίζει ανακωχή.

Tuesday, September 15, 2009

lights off

Αυτή η βροχή ακούγεται σαν βάλσαμο
σαν να σου ψιθυρίζουν καλά νέα
– τι απάτη!

Κι ας τρώγομαι
κι ας τρώγομαι, το ξέρω επιμένω
Και ας διπλώνομαι στα δύο και ας αλλοιώνομαι αργά
Αλλάζω δέρμα επιτέλους κι αρνούμαι να ξυπνήσω
Ανακατεύω μόνο με τα δάχτυλα τη λογική που σμπαραλιάζεται κάτω από αγριεμένα νύχια
- τι ευχαρίστηση!
Πιστή στο παραμύθι μου θα μείνω κι ας με φυσάει ένας θυμός ζεστός - με γέλασε, νόμιζα ότι είχε δροσίσει - και μου μαδάει ορμητικός τις βλεφαρίδες
αυτή όμως τη φορά δεν πρόκειται να κάνω ευχή
τις έχω εξαντλήσει
(αστραφτερά κουτιά με παρδαλές κορδέλες- ποιος νοιάζεται;
σφυγμοί χωρατατζήδες)
απλώς θα τρέξω να κρυφτώ από το φως
που έγινε άξαφνα πολύ

μα ποιος τέλος πάντων ζήτησε τόση αλήθεια;

Thursday, September 03, 2009


Ονειρευόταν ότι χανόταν σε πράσινα βαθιά
και κρύα νερά
μέχρι να μουλιάσει σύσσωμη
και το μυαλό γινόταν τόσο ρευστό και αλμυρό
που τα πρόσωπα του σεπτού Θιάσου συγχέονταν
ανταλλάσσοντας πρόθυμα ρόλους
απαλά, με μια ανύποπτα ευπρόσδεκτη
όσο και αναπάντεχη συνέπεια.
Και μάζευε λέει μόνο τις λευκές στρογγυλές πέτρες
για να μη χάσει το δρόμο
-λόγω της χαρακτηριστικής της πλέον
συναισθηματικής αφηρημάδας.
Και τότε έρχονταν εκείνες οι απρόσκλητες σκέψεις
που την αγκάλιαζαν δριμείες και στιβαρές
γεμίζοντάς την με μια στιγμιαία
Γλυκύτητα
που αποκτούσε έξαφνα-και επιτέλους- όνομα και ιδιότητα
-ως τότε αχαρακτήριστη βλέπεις.
Κι όλα αυτά μόλις λίγο πριν ακουμπήσει
την άκρη της κατηφόρας
της εμφανώς ανεπίστρεπτης
ιλιγγιώδους και άφατα ελκυστικής.
Όπως άλλωστε
οφείλουν να είναι
όλα τα ιλιγγιώδη πράγματα.

Sunday, August 30, 2009

και ήταν και κάτι νύχτες που άνοιγαν απ' τη μία και έκλειναν απ' την άλλη
ποτέ και τα δύο από τη μια μεριά

Saturday, August 29, 2009

sea through


Και να που σου μιλώ ξανά , στερούμενη ανέμου ωστόσο
Αν και φυσάει πολύ δίπλα στη θάλασσα
Και με τυφλώνει ευγενώς η αντηλιά
Και δεν μπορώ να δω το πλάνο
Το τιτάνιο
Διάσωσης
Που έφτιαχνες για μένα –λέει-τόσες δεκαετίες
Τώρα που τα καράβια φύγανε
κι αδειάζει το τοπίο
Κι εκεί που χάιδευα ακούραστη την ένταση
-εκείνη την αδέξια ξέρεις
που κάποιος κάποτε δικαίως την ονόμασε ψυχή-
Κι από θηρίο ακοίμητο και λαίμαργο την έκανα παιδάκι ντροπαλό
Κι ησύχασε κι αυτή κι εγώ
κοιμήθηκα-λέει- μια στάλα
(σωσμένη νόμισα η άμοιρη απ’ την πείνα της)
τώρα να πάλι την ξυπνάς με φρούδους κρότους
βάζεις το δάχτυλό σου στους καιρούς
μετακινείς τους τόπους
κι αγριεύεις πάλι τα νερά
ακόμα κι αυτά τα ήρεμα των λιμανιών
και δεν αφήνεις τα καράβια
(τις βάρκες πια –πρόλαβαν είπες τα μεγάλα να φύγουνε νωρίς)
ν’ αποχωρήσουν ομαλά ανοίγοντας ιστία
μ’ αν δεν αδειάσει το λιμάνι
αρχηγέ
πως θα χωρέσουν οι βάρκες οι άλλες;

Wednesday, July 08, 2009

γιατί ακόμα κι αν ο ήλιος έξω
ακόμα,
πάνω απ' το μαξιλάρι μια σκούρα συννεφιά
κι έτσι τα πρωινά πια δεν τραγουδάνε εικόνες
σε κλειστά μάτια
μόνο περμένουν στη σειρά να φαγωθούν από το χρόνο

το άλμπουμ έκλεισε μπορείς να αποσυρθείς

οι πιο ωραίες λέξεις έρχονται μετά το τέλος έλεγε

Tuesday, June 30, 2009

Απαγορεύεται η προσπέραση

Εξάλλου κάπου μετά τα μεσάνυχτα όλα μοιάζουν αφετηρίες
ακόμα και τα πιο μικρά και ασήμαντα

και μέχρι τότε
αυτό το δέρμα όσο και να το τραβάς δεν πρόκειται να αλλάξει
μα θα σε κλείνει πέτρινο μέχρι να ξεραθεί
να πέσει μόνο του

όταν πια δεν θα μετράς
αδιέξοδα βράδια,-
ξέρεις από εκείνα που τα κρατάς με δυσκολία ξάγρυπνα μήπως και σε ρίξουν μεθυσμένα στο σωστό δρόμο-
γυμνούς μονόδρομους
-και μη κοιτάξεις πίσω
όσο ο Λωτ δεν σου κρατάει το χέρι,
απαγορεύεται η προσπέραση σου λέει μετά

αλλά θα προσπερνάς πλέον άφοβα
μονάχα όταν θα έχει αποσταχθεί η νοσταλγία
για εκείνο το όμορφο κίτρινο
που έμεινε για λίγο μέσα σου
κάτι χρόνια πριν

Friday, June 26, 2009

Κι εκείνα τα αστικά και στριμωγμένα βράδια
τα ζεστά
-που ένα ρεύμα αέρα μόνο φαινόταν ευλογία
και λόγος για χαμόγελο- αργά
κάπου εκεί κοντά κάποιος υπέφερε,
-συμπτώματα έλλειψης σημασίας-
μιλούσε τότε δυνατά στο θάνατό του
ζητώντας ολοκλήρωση
κι έτσι όταν έφτανε σε μένα η φωνή του
βραχνή και βροντερή
περιμετρικά
-λες και γυρνούσε γύρω γύρω από τον πόνο-
να καταλήγει άσπλαχνα
σε βιβλικές προβλέψεις
ο κάθε θόρυβος μετά ακουγόταν σαν λέξη θεϊκή
ακόμα απρόφερτη

Wednesday, June 24, 2009

Έκρυβε τότε τους συνήθεις τρόμους της πίσω από τον σκούρο θόρυβο μιας ταραγμένης κιθάρας -ή ενός μπάσου- που επιπλέει ακάθεκτος πάνω από θάλασσες κόσμου μεθυσμένου από καλοκαιρινές αναθυμιάσεις.
Ματαίως, φυσικά, καθώς εκείνοι πάντα αποδεικνύονταν πιο δυνατοί.

Wednesday, June 10, 2009

κι ήταν και το καλοκαίρι που απλωνόταν αργά ακέραιο και πολύ σαν πύο με
κάτι μεσημέρια ανάγωγα ζεστά που παραληρούν στο κεφάλι σου ένα βουνό λέξεις και συ σ΄ ένα ντιβάνι σκόρπια να παρακαλάς μη -σταμάτα σταμάτα λίγη ησυχία μόνο ένα λεπτό καθαριότητα αλλά κάθε που λες ησύχαζε να τότε χτυπούσε μια πόρτα και οι ταλαντώσεις του κλειδιού έφτυναν κι άλλες λέξεις κι άλλες εικόνες κι άλλους φόβους και ξέρεις τότε φτάνει μια γραμμή άσπλαχνο φως κι ένα κενό στο στομάχι για να νομίζεις ότι περιγράφοντας λεπτομερειακά μια τετράωρη εμμονή ή το σχήμα ενός κενοφανούς λεκέ σε ένα δημόσιο τάπητα γίνεσαι ποιητής

Thursday, June 04, 2009

Κάθε φορά που μύριζε βροχή δε, καταλαμβανόταν από μια ανοικονόμητη απόλαυση σαν αυτή που σε γεμίζει μετά από ένα μακρύ ξεκαρδιστικό γέλιο.
Πίστευε εξάλλου ακράδαντα ότι μερικές στιγμές ο χρόνος της αρνούνταν πεισματικά να περάσει. Ζούσε τότε στωικά μέσα σε ένα απέραντο ταυτόχρονο όπου τακτοποιούσε διαδοχικά πακέτα γεγονότων συσκευασμένα με μάλλον αυθαίρετα κριτήρια.

Monday, June 01, 2009

Βεβαίως τίποτα δεν την κλόνιζε περισσότερο από την αλάνθαστη σιγουριά που συνεπάγεται ένας τέλειος κύκλος ή ένα ζευγάρι παντόφλες κάτω από το κρεβάτι.

Friday, May 29, 2009

Ήταν και εκείνα τα πρωινά που αδυνατούσε για αρκετή ώρα να συνειδητοποιήσει αν είχε μόλις ξυπνήσει ή μόλις ξεκινούσε να ονειρεύεται, κάτι που αμυδρά θύμιζε μια περίφημη πεταλούδα.
Ούτως ή άλλως ποτέ δεν ήταν απολύτως σίγουρη για το τι ήταν όνειρο και τι όχι.

Wednesday, May 27, 2009

Όλα αυτά φυσικά μέχρι να έρθουν εκείνες οι πηγμένες σκέψεις που φράκαραν στο στήθος σαν λυγμοί και μεταμφιέζονταν ευθύς επιδέξια σε χαμόγελα συγκαταβατικής συμπάθειας

κυρίως όταν βλέπονταν τυχαία μετά από πολύ καιρό
κάθε φορά δε, που η μέση χρονική διάρκεια μεταξύ δύο διαδοχικών συναντήσεών τους ξεπερνούσε ένα συγκεκριμένο αριθμό Σαββάτων πίστευε ότι κάτι κάπου γύρω της έπαυε να λειτουργεί
σταματούσε τότε προσεκτικά το μυαλό της και αφουγκραζόταν με ακρίβεια αυτόν τον κόσμο που κάποιοι ονόμαζαν πραγματικότητα
το αποτέλεσμα την τάραζε συνήθως τόσο πολύ που για να συνέλθει έπρεπε να μείνει για πολύ ώρα κάτω από καυτό νερό

με κίνδυνο να σκουριάσουν κρίσιμα εξαρτήματά της, όπως η καρδιά για παράδειγμα.
Ώρες ώρες ανέπτυσσε μια αφάνταστη απέχθεια για το ανθρώπινο είδος, που μπορούσε να αντιμετωπίσει, μάλλον μερικώς, μόνο με κυνικό χιούμορ ή με την απροσδόκητη ασφάλεια που προκαλεί το παλαιωμένο άρωμα ροδόνερο μιας αξιοπρεπώς γηραιάς κυρίας που θα κάτσει δίπλα σου στο λεωφορείο.

Tuesday, May 26, 2009

Βεβαίως γνώριζε πολύ καλά, από τις οδηγίες χρήσεως, ότι σε αυτές τις περιπτώσεις συναισθηματικής βλάβης η καλύτερη αντιμετώπιση ήταν η εκφορά συγκεκριμένων λόγων. Την απέφευγε όμως συνειδητά, παρά την προφανή ευκολία της, καθώς οι λέξεις -και ιδιαίτερα εκείνες που αρμόζουν σε τέτοιες περιστάσεις-ποτέ δεν της ήταν ιδιαιτέρως πιστές.

Friday, May 22, 2009

Έτσι, παρά την επιτηδευμένη συγκρότηση και σοβαρότητα που εξασκούσε –χρόνια τώρα- με συνέπεια, δεν μπορούσε να ελέγξει συγκεκριμένες ανεπιθύμητες αντιδράσεις όπως μια μικρή προσμονή στο αριστερό μάτι κάθε φορά που κοιτάζονταν, ή μια προ-εφηβική αμηχανία όταν βρίσκονταν μόνοι τους σε δωμάτια αμφίβολου φωτισμού και άγγιζαν τυχαία το ίδιο αντικείμενο.

Thursday, May 21, 2009

παρακολουθούσε τότε, ανίκανη-ή μάλλον αδύναμη- να επέμβει, τον υποτιθέμενο εαυτό της να απαγγέλλει με θεαματική ακρίβεια και φυσικότητα τον ρόλο της, σε λάθος όμως έργο

παρά την παράδοξη φυσιολογικότητα των καταστάσεων που προέκυπταν το αποτέλεσμα στην ουσία ήταν τελικώς μια πληθώρα παρεξηγήσεων
Άλλοτε πάλι είχε την περίεργη πεποίθηση ότι δεν υπήρχε στην πραγματικότητα, γεγονός που δικαιολογούσε την αλλόκοτη αίσθηση έκπληξης που της προκαλούσε το να βλέπει τον εαυτό της από άγνωστες γωνίες όπως γίνεται για παράδειγμα σε αφηρημένους χώρους καλυμμένους περιμετρικά με ευμεγέθη κάτοπτρα.

Wednesday, May 20, 2009

καμιά φορά της στοίχειωναν το μυαλό περίεργοι διάλογοι, από φωνές άγνωστες ή ίσως πολύ αμυδρά –και μάλλον γι΄ αυτό κάπως τρομακτικά- γνωστές-σχεδόν απόκοσμες, θα έλεγε- με λόγια ακατανόητα αφού είχε χάσει την πλοκή κι έτσι αδυνατούσε να συλλάβει την υπόθεση, σαν πρόβες σε κείμενα άγραφα, θεατρικά, εξαίρετων ερμηνευτών πάντως-λες και υπέκλεπτε νοητικώς μυστήριες συζητήσεις από μια άλλη εποχή ή άκουγε κλεφτά κι ανύποπτα κάποια ιδιαιτέρως σημαντική στιγμή απ’ το μέλλον

Tuesday, May 19, 2009

Sick

Η επιθυμία ξεκίνησε αρχικώς ήπια και φαινομενικά ανώδυνα από τον εγκέφαλο αλλά σιγά σιγά έκανε μεταστάσεις και στο υπόλοιπο σώμα. Πρώτα ήταν στα χέρια, στο λαιμό και στη βάση της ραχοκοκαλιάς μετά κατέλαβε σταδιακά το στήθος, την κοιλιά και τα γόνατα μέχρι που κάποια στιγμή η ασθενής συνειδητοποίησε με τρόμο ότι ποθούσε το εν προκειμένω επιθυμητό αντικείμενο με όλο της το κορμί. Καθώς γνωστή αποτελεσματική θεραπεία δεν υπήρχε- και αρνούταν οιαδήποτε αφαιρετική επέμβαση με έναν παιδικό φόβο για τυχόν μετεγχειρητικά σύνδρομα αναισθησίας- το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να υπομείνει τον έντονο πόνο μέχρι το κακό να κάνει τον κύκλο του, να ξεραθεί και να αποβληθεί τελικώς μόνο του από το νευρικό της σύστημα. Η μόνη ανησυχία των θεράποντων ιατρών –σε τέτοιου είδους περιπτώσεις-είναι μήπως ακόμα και μετά την οριστική αποβολή της νόσου παραμείνει μία χρόνια καρδιακή μόλυνση.

Monday, May 18, 2009

πόρτα

είναι ακλείδωτη η πόρτα περιμένει
πάντα ακλείδωτη
κι ανοίγω μήπως και σε δω και κλείνω που δεν σε είδα
κι ανοίγω πάλι μην και σε δω και κλείνω
και ανοίγω και σε βλέπω και κλείνω πάλι
και ξανανοίγω και δεν σε βλέπω και πάλι κλείνω
κι όταν ανοίγω και δεν μπορώ να σε κοιτάξω κλείνω τα μάτια όχι την πόρτα
αλλά ανοίγω
ανοίγω πάντα
όσο είναι ξεκλείδωτα
ανοίγω μόνο για να σε βλέπω
ή να μη σε βλέπω
για να κλείνω και να ξέρω ότι όταν θα ξανανοίξω
μπορεί και να σε δω ξανά
και θα ανοίγω και θα κλείνω
και θα ανείγω και θα κλοίνω
μέχρι κάποιος να την κλειδώσει επιτέλους
αυτή την πόρτα

Thursday, May 14, 2009

λαθραία

έσβηνε τότε τα φώτα και έπεφτε σε ένα μνημειακό παραλήρημα αλλεπάλληλων και ασήμαντων εικόνων επενδυμένων με ήχους βροντερής όπερας σε γλώσσες που δεν είχαν ακόμα εφευρεθεί και από τα παράθυρα άφηνε να μπαίνει μόνο η μυρωδιά από αγουροξυπνημένα τροπικά νυχτολούλουδα-που όπως και να το κάνεις είναι αδύνατον να την αποφύγεις άγριες νύχτες σαν κι ετούτες- ή η μελωδία των στεναγμών δυο αβάσταχτα ερωτευμένων ανθρώπων που έσμιγαν για πρώτη φορά στα κρυφά πίσω από ένα παρατημένο φορτηγό μιας χρεοκοπημένης μεταφορικής

Tuesday, May 05, 2009

Ghost II





Κι ότι έρχεσαι τα βράδια μόλις κοιμηθώ
νομίζεις δεν το ξέρω;
Λες και δε νιώθω δάχτυλά να περπατούν στην πλάτη μου δικά σου μονοπάτια;
Το στόμα σου μισάνοιχτο, μετέωρο να μένει
στη βάση του λαιμού μου;
Κι η ανάσα σου να συλλαβίζει αχόρταγη τουλίπες πεθυμιάς στο πλέγμα των μαλλιών μου;
Λες δεν ακούω τα χέρια σου διστακτικά- σαν άπειρα- να περπατούν της μέσης τις καμπύλες;
Τα μάτια σου δε νιώθω να κατρακυλούνε άηχα στο σχήμα των χειλιών μου;
Δε με πονούν τα δόντια σου όταν απαντούν ανήλεα στις άκρες των δαχτύλων μου;
Τι λες;
Πως δεν σ’ ακούω να μου μιλάς - με σύμφωνα λαρυγγικά;
Πως δε λιγώνομαι στη γεύση του ιδρώτα σου
λίγο πριν λαχανιάσεις;
Λες να ξεχνώ το κάψιμο της γλώσσας σου γύρω απ’ τον αφαλό μου;
Η μυρωδιά σου όταν ξυπνώ δεν με καταδιώκει
λες;
Κι ότι τα λόγια μου δεν έχει ύπουλα στοιχειώσει τ’ όνομά σου;
Τι λες πως θα το άντεχα στ’ αλήθεια να σε αντάμωνα;
Να άνοιγα τα μάτια;
Και τότε τι θα πρόσμενα;

Friday, April 24, 2009

Wednesday, April 08, 2009



κι αυτά τα νυχτολούλουδα τα άτιμα
ζαλίζουν πιο πολύ κι από αλκοόλ
δυο βόλτες κι είσαι ντέφι

Tuesday, March 31, 2009

Παύση


Θα ήθελα λοιπόν απόψε να μου χάριζες
μία Μεγάλη λύπη,
Αρχοντική,
από αυτές τις θρυλικές που αναβλύζουν πανδαισίες
λεκτικές-
χωρίς χωνευτικές επιείκειες, παυσίπονα ελαφρυντικά,
ή γλυκαντικές παρηγοριές
πεπερασμένης λήξης.
Μία Λύπη χορταστική
βαριά και καρπερή σαν μέθη από σαμιώτικο κρασί
Να μου φιμώνει το μυαλό μονωτικά
και να ηχεί πλέον βροντερά
σαν εμβατήριο
εκείνο το ακόρντο
ανθρώπινης οδύνης
πάγιου τέλους
-και αρχής-
λαχανιασμένο και βραχνό,
σαν τη βοή
επιθανάτιου ρόγχου
-άλλωστε κάθε ακούσια απώλεια προσμονής,
κάθε αιφνίδια παύση επιθυμίας
κάθε επιτακτικός ή κι ευγενής στραγγαλισμός ελπίδος
διακαούς
Κάθε ήσυχη ματαίωση
είναι ένας μικρός θάνατος
και απαιτεί ένα πένθος -

Αδέκαστη και σκιερή
να θρέφει ανασφάλειες
φόβους ατροφικούς
Ευρύχωρη και σεβαστή
σαν Ιαματική Πληγή
Μια Λύπη εγκυμονούσα λόγια νόθα
Έτοιμη να ανθίσει φράσεις παρθένες
Και λήμματα ολοκαίνουρια – απρόφερτα ακόμα
Για να ντυθούν τα άλεκτα ,τα αφάνταστα
ή μόνο τα φανταστικά
(που είναι πάντα πιο γυμνά)
Μια Λύπη γαλαντόμα και σοφή.

Thursday, March 26, 2009

Μια βροχή





Κι έπιασε εκεί στα ξαφνικά μια νεροποντή απέραντη
Σχεδόν Επική
Που, έλεγε, κοίτα να δεις
μοιάζει να μη τελειώνει ποτέ
κι έτσι να ζούμε πάντα σε ένα όξινο
καθεστώς βροχής
με -περιστασιακά –και ίσως ευάρεστα- ρίγη νοσταλγίας,
μουσκεμένοι ως το κόκαλο,
αναζητώντας δυο λεπτά ζέστης
μυθικής-
αφού θα έχουμε ξεχάσει πια
τη γλύκα υψηλών βαθμών
που προσφέρει
ένα σώμα
-εξαίσια-
θερμαντικό
Και λέει Να
θα μάθω τώρα –
να μιλώ με τη βροχή,
να κοιμάμαι με τη βροχή και να σε κοιτώ
–περιστασιακά- και μόνο
μέσα από τη βροχή
αφού η μόνη πιθανή θέρμη
σ’ αυτές τις –έκτακτες- συνθήκες υγρασίας
Θα ήταν ο πυρετός
Που προκαλεί
ένα βλέμμα
παραδόξως μακρόσυρτο

Friday, March 13, 2009

Thursday, March 05, 2009

Heinz’s justice

Ο Heinz βγήκε στο μπαλκόνι βιαστικά με το ποτήρι στο χέρι και το τσιγάρο στο στόμα. Το κρύο ήταν διαπεραστικό αλλά δεν τον ένοιαξε. Ήθελε να αναπνεύσει βαθιά κρύο αέρα, να τον ταράξει κάτι διαφορετικό από εκείνο το κύμα θυμού και απογοήτευσης που τον έπνιγε 45 λεπτά τώρα που καθόταν ακίνητος μουδιασμένος στον καναπέ του. Τα νεύρα του ήταν τεντωμένα και το αλκοόλ άρχιζε να επιδρά σταδιακά αλλά καταλυτικά στο μυαλό του. Ήδη τελείωνε το μπουκάλι με το ουίσκι και ασυνήθιστος όπως ήταν στο ποτό ένιωθε το κεφάλι του να θέλει να ανατιναχτεί και το στομάχι του να ανακατεύεται σαν πλυντήριο. Ένιωσε τη χρόνια αναφυλαξία του να του πυρώνει τα μάγουλα και δάκρυα να σχηματίζονται στις άκρες των ματιών. Άλλη μια φορά είχε κλάψει στη ζωή του. Όταν μαθεύτηκαν όλα, χρόνια πριν, μόλις πριν φύγει οριστικά από το χωριό του.
Οι απογοητεύσεις τον τελευταίο καιρό στη ζωή του ούτως ή άλλως ήταν το σύνηθες. Οι ατελείωτοι καυγάδες με τη μάνα του στην πατρίδα, η ωραία Σοφία που δεν γύρισε ποτέ να τον κοιτάξει στο γραφείο, οι δουλειές που ήταν λιγοστές σε σημείο που αναρωτιόταν γιατί τον κρατούσαν στην εταιρία, οι προσβολές και τα πειράγματα από τους συναδέρφους που νόμιζαν ότι δεν καταλάβαινε γρι ελληνικά. Καταλάβαινε όμως. Και απλώς άντεχε, τα κατάπινε όλα στωικά, χωρίς εξάρσεις και θυμούς. Είχε εξάλλου έρθει στην Ελλάδα ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο, για να ξεφύγει από το θυμό και την ντροπή για τις πράξεις του που οδήγησαν στην εσπευσμένη φυγή του από την πατρίδα . Και στη νέα χώρα άγνωστος μεταξύ αγνώστων είχε αποφασίσει να παραμείνει αόρατος και να μη δίνει σε κανέναν δικαιώματα. Και φυσικά να μην ξανα υποπέσει στα άτιμα πάθη του.
Έκανε λοιπόν τη δουλειά του ήσυχος και αμίλητος, δεν ενοχλούσε ποτέ, δεν έβγαινε, δεν είχε φίλους, ούτε καν στις πουτάνες δεν πήγαινε, μάθαινε μόνος του σπίτι τη γλώσσα για να συνεννοείται στα απαραίτητα και η μόνη του πιο «ανθρώπινη» επαφή ήταν σε πολύ ειδικές περιπτώσεις κάτι μεταμεσονύχτια chat με ενήλικες αυστηρά γυναίκες από την άλλη άκρη της γης. Τις υπόλοιπες νύχτες έβλεπε hard core νόμιμο πορνό από την τεράστια συλλογή που κατέβαζε χρόνια τώρα από το διαδίκτυο. Και δεν έσκαγε για κανέναν και για τίποτα. Είχε μάθει πλέον αποτελεσματικότατα να τα καταπιέζει όλα και να επιβιώνει σε μια καλοστημένη και άτρωτη αυτονομία.
Απόψε όμως η εξασκημένη ανοχή του είχε φτάσει τα όριά της. Και δεν έφταιγε το μαντάτο της ξαφνικής εισαγωγής της μάνας του στο νοσοκομείο με οξύ καρδιακό επεισόδιο, ούτε το ότι η Σοφία των φαντασιώσεών του-φτυστή η πολυπόθητη Jena - συνάμενη κουνάμενη ανακοίνωσε τους αρραβώνες της στη δουλειά, ούτε καν η εκ των έσω πληροφορία που κυκλοφορούσε στο γραφείο για έναρξη απολύσεων την άνοιξη στα τμήματα μεταφραστών. Όλα ένιωθε ότι μπορούσε να τα αντιμετωπίσει. Η μάνα του θα γινόταν καλά, το ήξερε, ήταν σκληρό καρύδι, εδώ άλλα κι άλλα δεν τη ρίξανε, αυτή θα τους έθαβε όλους, το τσουλάκι η Σοφία με τον γλοιώδη αρραβωνιάρη της να πήγαινε στο διάολο, είχε την αυθεντική Jena σε εκατοντάδες ταινίες για να περνάει «καλά» τα βράδια όποτε ήθελε, δουλειά θα έβρισκε αλλού και θα ξεφορτωνόταν και όλους αυτούς του ηλίθιους που τον κορόιδευαν μπροστά στα μάτια του για τις ριγέ κάλτσες και τα παλιομοδίτικα γυαλιά. Αν χρειαζόταν στο κάτω κάτω θα άλλαζε πάλι χώρα-τίποτα τέτοιο τετριμμένο δεν τον φόβιζε. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο όλα τα είχε ξαναπεράσει και αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Αυτό που τον τσάκισε απόψε, που τον έκανε να θέλει να κλάψει και να πιει ένα ολόκληρο μπουκάλι ουίσκι και να κάνει τρία πακέτα τσιγάρα ήταν ο Jack του. Ο Jack και η απαράδεκτη και σχεδόν ακατανόητη συμπεριφορά του. Ο άνθρωπος που αποτελούσε πρότυπο τιμιότητας και ακεραιότητας για τον Heinz, εκείνος που αντιπροσώπευε ό,τι πιο ηθικό, καθάριο και αγνό, ό,τι πιο ελπιδοφόρο για το ανθρώπινο είδος, είχε απόψε διαπράξει το πιο ειδεχθές έγκλημα. Είχε σκοτώσει ένα μικρό παιδί, ένα κορίτσι 14 ετών που εκτός των άλλων τύχαινε να είναι και κόρη της αδερφής του! Ο Jack, ο πολυαγαπημένος Jack που αν ο Heinz έκανε ποτέ γιο θα του έδινε το όνομά του και θα ευχόταν ολόκαρδα να του μοιάσει σε όλα – έλεγε κάποτε…- αυτός, ο Ήρωάς του σκότωσε την ίδια του την ανιψιά. Χωρίς δεύτερη σκέψη ή έστω προσπάθεια να το αποφύγει. ΟΚ η κοπελίτσα ήταν πρεζάκι τελειωμένο με γεμισμένο όπλο στα χέρια και τον απειλούσε στα 2 μέτρα, αλλά… δεν έπαυε να είναι ένα παιδί…Ο Heinz ήταν σίγουρος ότι αν ο – ικανός στα πάντα ως γνωστόν - Jack ήθελε, μπορούσε να την αφοπλίσει ανετότατα χωρίς, όχι να χρειαστεί να διαπράξει φόνο αλλά και χωρίς γρατσουνιά καν. Απλώς δεν θέλησε. Αφέθηκε έρμαιο του θυμού του, της αγανάκτησης για την εξακολουθητικώς –είναι η αλήθεια- ανάγωγη συμπεριφορά της απέναντι στη μητέρα της και αδερφή του και της ανάγκης του για εκδίκηση –η Φλώρα ως γνωστόν είχε ρίξει τον γιο του Jack στα ναρκωτικά ανεπιστρεπτί…- δρώντας όχι πλέον σαν ήρωας αλλά σαν ένας απλός άνθρωπος με δόλια πάθη και θρυμματίζοντας έτσι όλα τα πιστεύω του Heinz, για μια κοινωνία εξελιγμένων πειθαρχημένων υπερανθρώπων, όλες του τις ελπίδες για έναν καλύτερο κόσμο, για ένα καθαρότερο αύριο απαλλαγμένο από ταπεινά πάθη και αδυναμίες.
Περπάτησε πάνω κάτω στο στενό μπαλκόνι τρίζοντας τα δόντια και μονολογώντας, ενώ τα δάκρυα πλέον έτρεχαν κανονικά στα κοκκινισμένα μάγουλά του,
«Σκότωσες τη Φλώρα, σκότωσες τη Φλώρα! Δεν θα στο συγχωρέσω ποτέ Jack αυτό. ΠΟΤΕ!»
Ένα σουβλερό τσούξιμο στο χέρι τον ειδοποίησε ότι πάνω στο οργισμένο παραμιλητό του είχε σπάσει το ποτήρι που κρατούσε και καθώς το ουίσκι κυλούσε στα παγωμένα και πληγιασμένα από το γυαλί δάχτυλά τον έτσούξε ακόμα περισσότερο. Ο πόνος τον συνέφερε κάπως από το μεθύσι και τον απέσπασε μερικώς από την έντονη ψυχική του οδύνη. Μπήκε αργά στο σαλόνι κρατώντας το πληγωμένο χέρι και αφήνοντας ματωμένες πιτσιλιές πίσω του και περνώντας μπροστά από την ακόμα αναμμένη τηλεόραση στάθηκε απέναντί της και της έδωσε μια δυνατή κλοτσιά. Αυτή έπεσε με θόρυβο και διαλύθηκε στο πάτωμα. Ο Heinz είχε πάρει πλέον την απόφασή του. Δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ πια στη ζωή του “Jack’s justice”.

Wednesday, March 04, 2009

Έλλειψις

Φυσικά ουδείς είχε μηδέποτε εγγυηθεί ότι δεν θα επέστρεφε.
Ποτέ εξάλλου μέχρι σήμερα –το αντιλαμβανόταν σφόδρα- οι συνθήκες δεν εστάθησαν επαρκώς εξαιρετικές ώστε να αποκλείσουν οριστικώς την εμφάνισή της.
Εξ' ου και δεν αισθάνθηκε ουδεμία έκπληξη κατά την υποδοχή της παρά μόνο μια ελαφρά στωική απογοήτευση καθώς κάθε φορά που γέμιζε εκείνη ήλπιζε ελαχίστως – καθότι υποψιαζόμενη εντόνως το μάταιο των ελπίδων της-ότι ίσως και να μην άνοιγε εκ νέου αυτή τη φορά, ίσως και να έμενε δια παντός συμπαγής και στέρεα, ίσως να μάθαινε το σώμα της να προσαρμόζεται πλέον σε τούτα τα πάγια ψυχρά κλίματα και να οχυρώνεται αποτελεσματικά απέναντι στους αιχμηρούς και καλοτροχισμένους εξωγενείς επαναλαμβανόμενους παράγοντες απάθειας και μόνωσης. Ή ίσως και να συναντούσε αισίως εκείνα τα άλλα και σπάνια τροπικά κλίματα.
Η τρύπα όμως εντέλει εμφανίσθη και αυτή τη φορά.
Ένιωσε τον κρύο αέρα να τη διαπερνά ολοσχερώς και σκύβοντας προς το στήθος της κοίταξε –όπως πολλάκις άλλοτε - παραδόξως πίσω της καθώς είχε μείνει γελοιωδώς διαμπερής.
Το απεχθές κενό είχε εισβάλει στα σωθικά της ανήλεο, αλλοιώνοντας το σχήμα της και εκκενώνοντας τη σκέψη της από συναισθηματικές φιοριτούρες, μπιχλιμπίδια τρυφερότητας και πάσης φύσεως ψιμύθια προσδοκιών.
Τοιουτοτρόπως έμεινε μόνο ένα ψυχρό ρεύμα αέρα να φουσκώνει τις –τόσο ανεπαρκείς να το καλύψουν άλλωστε- μπλούζες της και ένα υπόλευκο φάσμα να υποκαθιστά τα εξαχνωμένα όνειρά της.

Tuesday, February 24, 2009

Η επιστροφή


Άρχισε λοιπόν σταδιακά και υποσυνείδητα να δημιουργεί μόνη της ρωγμές. Ζεστά λεπτά βύθισης σε ήσυχες υγρές σκέψεις μολύνονταν με απειροελάχιστα ίχνη αμφιβολίας και τις μεταστάσεις τους. Ένα ασήμαντο τηλεφώνημα που δεν ήρθε όταν το περίμενε, ένα χαρισμένο μπουμπούκι που δεν άνοιξε ένα συγκεκριμένο πρωί, μια ιδιότροπη σάλτσα για μακαρόνια που δεν πέτυχε εντελώς, ένα ποθητό ζευγάρι παπούτσια που δε υπήρξε διαθέσιμο στο νούμερό της, μικρές καθημερινές ανούσιες απογοητεύσεις που αντί να προσπεράσει χαμογελώντας σχολιάζοντας τις ως αποδείξεις για το απρόσμενο της ζωής, όπως πριν, πίεζε τον εαυτό της να τις εκλάβει ως αδιάσειστα σημεία μιας υποτιθέμενης επερχόμενης κακοτυχίας.
Στην αρχή η επήρεια των τεχνηέντως επιτηδευμένων αυτών προσπαθειών ήταν μάλλον βραχεία. Η ευτυχία αυτονόητη και ακατάδεχτη καταλάμβανε σύντομα το εύρος της σκέψης της οργανικά και επέστρεφε με μια αδιόρατη νότα απογοήτευσης σε ευοίωνους σχολιασμούς και θερμά χαμόγελα.
Με τον καιρό όμως, και μετά από επίμονες απόπειρες, η διάρκεια επιρροής των σκιών αυξήθηκε. Λερωνόταν έτσι το φωτεινό φόντο της ύπαρξής της με λεκέδες πίκρας που την οδηγούσαν με γεωμετρικώς αυξανόμενη επιτάχυνση σε μια τεμπέλικη κατηφορική και γκρινιάρικη μελαγχολία.
Οι λιακάδες γίνονταν πλέον ενοχλητικά παρατεταμένες για την εποχή, το τσάι της είχε παραπάνω ζάχαρη απ΄ ότι θα ΄θελε, ο γάτος της ήταν φορτικά χαδιάρης, το κόκκινο κρασί της πολύ ξηρό και ο χυμός της πολύ κρύος, η ζεστασιά αφόρητη, οι παλμοί της πολύ χαμηλοί - η απόλαυση, κοινώς, υπερβολική για να την αντέξει…
Με μια λαίμαργη νοσταλγία αφηνόταν να τη συνεπάρει όσο όσο το σκοτάδι σαν την εμπειρία της αναζωπύρωσης μιας παλαιάς ισχυρής φιλίας που διακόπηκε κάποτε λόγω καταστάσεων και όχι διαθέσεων…
Η μελαγχολία πρόβαλε θωπευτικά την αγκαλιά της ποτίζοντάς την με τις απαραίτητες διεγερτικές δόσεις γλυκόπικρης ματαιότητας της ίδιας που παλαιότερα ενεργοποιούσε αποτελεσματικά τα δάχτυλά της. Οι σιωπές της επιμηκύνονταν εν τω μέσω εσπερινών ατέρμονων ενατενίσεων ντυμένων σε αργόσυρτες προκλασσικές μελωδίες ή μετά το βραδύ ξεφύλλισμα παρατημένων για καιρό κιτρινισμένων σελίδων γερμανικής ρομαντικής ποίησης…
Τα συναισθήματά της σε αυτή την κατάσταση εξακολουθούσαν βεβαίως να είναι αλλοπρόσαλλα και η αμφιθυμία της αξιοπρόσεκτη. Μέρος της τρομοκρατούνταν από αυτή τη μερική και απειλητική απώλεια της καθιερωμένης χαράς της ζωής και την αδυναμία της να χαρεί το φως, το άλλο όμως το ξεχασμένο κομμάτι της, πλέον αντιληπτό μόνο στα όνειρά, καταλαμβανόταν από μια υπόκωφη ικανοποίηση περί του φρούδου και εύθραυστου μιας ευτυχίας, που καθιστούσε επιτακτική και τουλάχιστον ενδεχόμενη την επιστροφή στην πολυπόθητη απελευθερωτική δημιουργία. Τα πινέλα πανηγύριζαν ανυπόμονα με τις φήμες και τα καβαλέτα ωσάν σε οίστρο στήνονταν αδιάντροπα στις πιο καλοφωτισμένες γωνίες έτοιμα να αγγιχτούν καθ’ όπως θα ‘πρεπε επιτέλους.

Friday, February 13, 2009

Τα όνειρα


Και μετά άρχισαν τα όνειρα. Σύντομα τρωκτικά όνειρα που ροκάνιζαν αιφνιδιαστικά ανέμελες στιγμές ευθυμίας, προκαλώντας απλανή βλέμματα και μικρούς πόνους στο στήθος. Στην αρχή ήταν αόριστα. Φαινομενικά λησμονημένα την καταδίωκαν μέσα στη μέρα ως μια περίεργη αίσθηση αναίτιας ανησυχίας. Αρνούταν πεισματικά να τα ανακαλέσει – μια μάλλον ανακλαστική αντίδραση καθώς διαισθανόταν το διασπαστικό τους περιεχόμενο-και η μνήμη της, υπακούοντας, υποταγμένη και αυτή στην εξουσία της αδρανειακής της ευτυχίας, ενεργοποιούσε τους πιο δυναμικούς μηχανισμούς απώθησης. Σιγά σιγά όμως το τείχος αυτό υποσυνείδητης προστασίας, πιεσμένο από το διαρκώς αυξανόμενο φόρτο παραγωγής, έπαψε να τα μπλοκάρει όλα, αφήνοντάς, σταδιακά, ονειρικά ρεύματα να μολύνουν τη σκέψη της με σχεδόν συγκεκριμένες εικόνες πλέον. Αγέννητα έργα ανύποπτης σύλληψης-αλλά αδιαμφισβήτητης μητρότητας- αποζητούσαν απελπισμένα να υλοποιηθούν χτίζοντάς της έντεχνες ενοχές για την μακροχρόνια απραξία της. Η παλιά γνωστή φαγούρα στα χέρια της επέστρεφε απειλητικά.
Το απροσπέλαστο φιμέ περίβλημα της μακαριότητας της παρόλα αυτά –αν και ήδη κλονισμένο από τις απειλητικές ρωγμές - συνέχιζε να τα κρατάει προκλητικά δεμένα.
Ξυπνώντας κάθε πρωί αν και στοιχειωμένη από την έντονη φαιά ονειρική προσταγή να ανοίξει το από καιρό αραχνιασμένο θλιβερό ατελιέ της, μέσα σε χρόνο ενός βλέμματος ντυνόταν την καθιερωμένη μόνωση ιλαρότητας και θέρμης. Αν και παγιδευμένη εξακολουθούσε να νιώθει ευτυχής. Και η αίσθηση αυτή όσο προχωρούσε η μέρα επικρατούσε δεσποτικά ρίχνοντας την πλέον σαφή επίγνωση των δεσμών της σε μια δεύτερη μοίρα.
Τα όνειρα όμως ήταν αδιαπραγμάτευτα. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Για να ξαναπιάσει τα πινέλα έπρεπε να σκοτώσει οριστικά την ευτυχία της.