
Ονειρευόταν ότι χανόταν σε πράσινα βαθιά
και κρύα νερά
μέχρι να μουλιάσει σύσσωμη
και το μυαλό γινόταν τόσο ρευστό και αλμυρό
που τα πρόσωπα του σεπτού Θιάσου συγχέονταν
ανταλλάσσοντας πρόθυμα ρόλους
απαλά, με μια ανύποπτα ευπρόσδεκτη
όσο και αναπάντεχη συνέπεια.
Και μάζευε λέει μόνο τις λευκές στρογγυλές πέτρες
για να μη χάσει το δρόμο
-λόγω της χαρακτηριστικής της πλέον
συναισθηματικής αφηρημάδας.
Και τότε έρχονταν εκείνες οι απρόσκλητες σκέψεις
που την αγκάλιαζαν δριμείες και στιβαρές
γεμίζοντάς την με μια στιγμιαία
Γλυκύτητα
που αποκτούσε έξαφνα-και επιτέλους- όνομα και ιδιότητα
-ως τότε αχαρακτήριστη βλέπεις.
Κι όλα αυτά μόλις λίγο πριν ακουμπήσει
την άκρη της κατηφόρας
της εμφανώς ανεπίστρεπτης
ιλιγγιώδους και άφατα ελκυστικής.
Όπως άλλωστε
οφείλουν να είναι
όλα τα ιλιγγιώδη πράγματα.
No comments:
Post a Comment