Tuesday, April 26, 2011




έγινες κι απόψε μακρυά-
πίσω από κόσμο με χρωματιστά ρούχα και φως κίτρινο που ωρύεται
πίσω από εικόνες θρονιασμένες σε σελίδες περιοδικών και δρόμους βρώμικους από γράμματα
πίσω από καραμελωμένα σπίτια - συμμετρικά κομμάτια σιλικόνης, ψεύτικα φρούτα, χρωματισμένη κερατίνη και σκυλιά του σαλονιού σε πόζες-με στενά σιελ δωμάτια με κίτρινες γραμμές κι απίθανα κουφώματα, λευκό παρκέ και ακλόνητες πόρτες ασφαλείας
και πάνω στο τραπέζι -ενίοτε- να κουδουνίζει ένα παλιό παράφωνο τηλέφωνο
από εκείνα τα γυαλιστερά τα μαύρα με το μεγάλο ακουστικό κι ένα καντράν στρόγγυλο και διάφανο με αριθμούς ανάποδα – έτσι ώστε το 9 να είναι ίσως το 6, το 5 να φέρνει πονηρά στο 2 ενώ το 1 και το 7 να μπερδεύονται
και μόνο το 8 να μένει ατάραχο σαν όρθιο άπειρο ή σαν ένα 3 κι ένα μικρούλι έψιλον (που μπάσανε αθόρυβα σε λάθος μαχαλά) αντάμα
μα εσύ εκεί- να παίρνεις επανειλημμένα το μηδέν – (οοο)
πίσω από τα πυκνά παράσιτα που δεν αφήνουν να σ' ακούω να ανασαίνεις στ' αλήθεια,
πίσω από λόγια ξύλινα και βαριά σαν τραπέζι κουζίνας
πίσω από σκουριασμένα αραβουργήματα κοινοτοπίας και χάρης
τότε λοιπόν είναι που οι λέξεις μου το σκάνε τρομαγμένες σα ζωύφια ( να φαν τα φύλλα από παλιά μου τετράδια να ροκανίσουν τη μνήμη από το λάπτοπ)-κάποτε μάλιστα καν πριν τις σκεφτώ μου ξεγλιστράνε -
και μένει εκείνο το αέναο τουτ τουτ στον αέρα
να γίνεσαι όλο και πιο μακριά
μέσα σε μια απίθανη προοπτική στο άπειρο βάθος των λοξών συγκλινόντων γραμμών της μνήμης ή του τηλεφώνου
στο σκούρο τέλος από μονοπάτια ξέφωτα, χωμάτινα κομψά περιφραγμένα από δέντρα κίτρινα
ψηλά ξερακιανά και απελπισμένα, γκρι ουρανούς και μόνο ένα πληκτικό ωχρό φεγγάρι σε μιαν άκρη,
να περιμένεις
μήπως κι αυτό το μακρυά λέει κάποτε ομορφύνει παράφορα
και γίνει πίνακας σε κάδρο κίτρινο πάνω από το πιάνο
ή δερματόδετο βιβλίο στο συρτάρι
ή όνειρο που ξέχασες λίγο πριν σηκωθείς μετά από τον βαρύ ύπνο της Κυριακής

Thursday, April 07, 2011




Η πρωταγωνίστρια εισήλθε με σθένος στο πλατό φτύνοντας επιτέλους τα κουκούτσια από τις εδώδιμες αποικιακές ανθρώπινες συνάφειες εποχής, που τόσο καιρό την εφησύχασαν εκ του σύνεγγυς, καταστέλλοντας της επιτήδεια τη σκέψη με καλλιγραφικά καρυκεύματα αφοσίωσης και κομψής ελαφρότητας. Χαμογέλασε με γαλαντομία στον ράθυμα ανεστίαστο φακό και διέτρεξε το αποστειρωμένο μινιμαλιστικό σκηνικό με ατόφια εφηβική βιάση. Φυλλομέτρησε ταχύτατα το αενάως επαναλαμβανόμενο σενάριο, σηκώνοντας ανεμοστρόβιλος μεταφυσικής δυσφορίας και κοσμικής ανισορροπίας και αποστήθισε εγκαρδίως μόνον τις υποσημειώσεις με τα μικρότερα γράμματα και τους φωτεινότερους των αστερίσκων. Αρνήθηκε, παρ’ αυτά, σθεναρά τη διεκπεραιωτική τους εκφώνηση, καθώς αιφνιδίως τις κατέταξε στις άρρητες κεφαλίδες των ιερών γραφών του μυστικού τάγματος του ανένδοτου πανθεϊστικού υποκειμενισμού και της ζωογόνας ευλαβούς αντινομίας. Αντιρρησίας του κατ’ ουσίαν δυϊστικού δόγματος της καταναγκαστικής αποδοχής αναρτημένων αντιλήψεων, φασματικώς θερμών και χαρτοκοπτικής σχηματοποίησης, απεκδύθηκε αυτοβούλως τα ατσάλινα ιδεολογικά της υποδήματα γλιστρώντας φιλάρεσκα στο απύθμενο θεοσοφικό κενό προκειμένου να το δαμάσει με το επικείμενο θράσος της αειθαλούς λογικής. cut

Tuesday, April 05, 2011





μετά λοιπόν από τόσο καιρό θυμάμαι μόνο ένα στενό μπαλκόνι χωρίς κάγκελα με σκόρπιες λίγες λέξεις στα πλακάκια κι έτσι όπως ο ειρμός τους χάθηκε στο χρόνο μόνο μια αίσθηση έχει πλέον απομείνει από μιαν ιστορία που αληθινά δεν διηγήθηκε ποτέ κανείς όμως κάπως κι οι δυο γνωρίζαμε κι έτσι δεν χρειάστηκε ούτε για μια στιγμή να κρύψουμε ο ένας το τέλος απ' τον άλλο