Sunday, August 30, 2009

και ήταν και κάτι νύχτες που άνοιγαν απ' τη μία και έκλειναν απ' την άλλη
ποτέ και τα δύο από τη μια μεριά

Saturday, August 29, 2009

sea through


Και να που σου μιλώ ξανά , στερούμενη ανέμου ωστόσο
Αν και φυσάει πολύ δίπλα στη θάλασσα
Και με τυφλώνει ευγενώς η αντηλιά
Και δεν μπορώ να δω το πλάνο
Το τιτάνιο
Διάσωσης
Που έφτιαχνες για μένα –λέει-τόσες δεκαετίες
Τώρα που τα καράβια φύγανε
κι αδειάζει το τοπίο
Κι εκεί που χάιδευα ακούραστη την ένταση
-εκείνη την αδέξια ξέρεις
που κάποιος κάποτε δικαίως την ονόμασε ψυχή-
Κι από θηρίο ακοίμητο και λαίμαργο την έκανα παιδάκι ντροπαλό
Κι ησύχασε κι αυτή κι εγώ
κοιμήθηκα-λέει- μια στάλα
(σωσμένη νόμισα η άμοιρη απ’ την πείνα της)
τώρα να πάλι την ξυπνάς με φρούδους κρότους
βάζεις το δάχτυλό σου στους καιρούς
μετακινείς τους τόπους
κι αγριεύεις πάλι τα νερά
ακόμα κι αυτά τα ήρεμα των λιμανιών
και δεν αφήνεις τα καράβια
(τις βάρκες πια –πρόλαβαν είπες τα μεγάλα να φύγουνε νωρίς)
ν’ αποχωρήσουν ομαλά ανοίγοντας ιστία
μ’ αν δεν αδειάσει το λιμάνι
αρχηγέ
πως θα χωρέσουν οι βάρκες οι άλλες;