Tuesday, March 31, 2009

Παύση


Θα ήθελα λοιπόν απόψε να μου χάριζες
μία Μεγάλη λύπη,
Αρχοντική,
από αυτές τις θρυλικές που αναβλύζουν πανδαισίες
λεκτικές-
χωρίς χωνευτικές επιείκειες, παυσίπονα ελαφρυντικά,
ή γλυκαντικές παρηγοριές
πεπερασμένης λήξης.
Μία Λύπη χορταστική
βαριά και καρπερή σαν μέθη από σαμιώτικο κρασί
Να μου φιμώνει το μυαλό μονωτικά
και να ηχεί πλέον βροντερά
σαν εμβατήριο
εκείνο το ακόρντο
ανθρώπινης οδύνης
πάγιου τέλους
-και αρχής-
λαχανιασμένο και βραχνό,
σαν τη βοή
επιθανάτιου ρόγχου
-άλλωστε κάθε ακούσια απώλεια προσμονής,
κάθε αιφνίδια παύση επιθυμίας
κάθε επιτακτικός ή κι ευγενής στραγγαλισμός ελπίδος
διακαούς
Κάθε ήσυχη ματαίωση
είναι ένας μικρός θάνατος
και απαιτεί ένα πένθος -

Αδέκαστη και σκιερή
να θρέφει ανασφάλειες
φόβους ατροφικούς
Ευρύχωρη και σεβαστή
σαν Ιαματική Πληγή
Μια Λύπη εγκυμονούσα λόγια νόθα
Έτοιμη να ανθίσει φράσεις παρθένες
Και λήμματα ολοκαίνουρια – απρόφερτα ακόμα
Για να ντυθούν τα άλεκτα ,τα αφάνταστα
ή μόνο τα φανταστικά
(που είναι πάντα πιο γυμνά)
Μια Λύπη γαλαντόμα και σοφή.

Thursday, March 26, 2009

Μια βροχή





Κι έπιασε εκεί στα ξαφνικά μια νεροποντή απέραντη
Σχεδόν Επική
Που, έλεγε, κοίτα να δεις
μοιάζει να μη τελειώνει ποτέ
κι έτσι να ζούμε πάντα σε ένα όξινο
καθεστώς βροχής
με -περιστασιακά –και ίσως ευάρεστα- ρίγη νοσταλγίας,
μουσκεμένοι ως το κόκαλο,
αναζητώντας δυο λεπτά ζέστης
μυθικής-
αφού θα έχουμε ξεχάσει πια
τη γλύκα υψηλών βαθμών
που προσφέρει
ένα σώμα
-εξαίσια-
θερμαντικό
Και λέει Να
θα μάθω τώρα –
να μιλώ με τη βροχή,
να κοιμάμαι με τη βροχή και να σε κοιτώ
–περιστασιακά- και μόνο
μέσα από τη βροχή
αφού η μόνη πιθανή θέρμη
σ’ αυτές τις –έκτακτες- συνθήκες υγρασίας
Θα ήταν ο πυρετός
Που προκαλεί
ένα βλέμμα
παραδόξως μακρόσυρτο

Friday, March 13, 2009

Thursday, March 05, 2009

Heinz’s justice

Ο Heinz βγήκε στο μπαλκόνι βιαστικά με το ποτήρι στο χέρι και το τσιγάρο στο στόμα. Το κρύο ήταν διαπεραστικό αλλά δεν τον ένοιαξε. Ήθελε να αναπνεύσει βαθιά κρύο αέρα, να τον ταράξει κάτι διαφορετικό από εκείνο το κύμα θυμού και απογοήτευσης που τον έπνιγε 45 λεπτά τώρα που καθόταν ακίνητος μουδιασμένος στον καναπέ του. Τα νεύρα του ήταν τεντωμένα και το αλκοόλ άρχιζε να επιδρά σταδιακά αλλά καταλυτικά στο μυαλό του. Ήδη τελείωνε το μπουκάλι με το ουίσκι και ασυνήθιστος όπως ήταν στο ποτό ένιωθε το κεφάλι του να θέλει να ανατιναχτεί και το στομάχι του να ανακατεύεται σαν πλυντήριο. Ένιωσε τη χρόνια αναφυλαξία του να του πυρώνει τα μάγουλα και δάκρυα να σχηματίζονται στις άκρες των ματιών. Άλλη μια φορά είχε κλάψει στη ζωή του. Όταν μαθεύτηκαν όλα, χρόνια πριν, μόλις πριν φύγει οριστικά από το χωριό του.
Οι απογοητεύσεις τον τελευταίο καιρό στη ζωή του ούτως ή άλλως ήταν το σύνηθες. Οι ατελείωτοι καυγάδες με τη μάνα του στην πατρίδα, η ωραία Σοφία που δεν γύρισε ποτέ να τον κοιτάξει στο γραφείο, οι δουλειές που ήταν λιγοστές σε σημείο που αναρωτιόταν γιατί τον κρατούσαν στην εταιρία, οι προσβολές και τα πειράγματα από τους συναδέρφους που νόμιζαν ότι δεν καταλάβαινε γρι ελληνικά. Καταλάβαινε όμως. Και απλώς άντεχε, τα κατάπινε όλα στωικά, χωρίς εξάρσεις και θυμούς. Είχε εξάλλου έρθει στην Ελλάδα ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο, για να ξεφύγει από το θυμό και την ντροπή για τις πράξεις του που οδήγησαν στην εσπευσμένη φυγή του από την πατρίδα . Και στη νέα χώρα άγνωστος μεταξύ αγνώστων είχε αποφασίσει να παραμείνει αόρατος και να μη δίνει σε κανέναν δικαιώματα. Και φυσικά να μην ξανα υποπέσει στα άτιμα πάθη του.
Έκανε λοιπόν τη δουλειά του ήσυχος και αμίλητος, δεν ενοχλούσε ποτέ, δεν έβγαινε, δεν είχε φίλους, ούτε καν στις πουτάνες δεν πήγαινε, μάθαινε μόνος του σπίτι τη γλώσσα για να συνεννοείται στα απαραίτητα και η μόνη του πιο «ανθρώπινη» επαφή ήταν σε πολύ ειδικές περιπτώσεις κάτι μεταμεσονύχτια chat με ενήλικες αυστηρά γυναίκες από την άλλη άκρη της γης. Τις υπόλοιπες νύχτες έβλεπε hard core νόμιμο πορνό από την τεράστια συλλογή που κατέβαζε χρόνια τώρα από το διαδίκτυο. Και δεν έσκαγε για κανέναν και για τίποτα. Είχε μάθει πλέον αποτελεσματικότατα να τα καταπιέζει όλα και να επιβιώνει σε μια καλοστημένη και άτρωτη αυτονομία.
Απόψε όμως η εξασκημένη ανοχή του είχε φτάσει τα όριά της. Και δεν έφταιγε το μαντάτο της ξαφνικής εισαγωγής της μάνας του στο νοσοκομείο με οξύ καρδιακό επεισόδιο, ούτε το ότι η Σοφία των φαντασιώσεών του-φτυστή η πολυπόθητη Jena - συνάμενη κουνάμενη ανακοίνωσε τους αρραβώνες της στη δουλειά, ούτε καν η εκ των έσω πληροφορία που κυκλοφορούσε στο γραφείο για έναρξη απολύσεων την άνοιξη στα τμήματα μεταφραστών. Όλα ένιωθε ότι μπορούσε να τα αντιμετωπίσει. Η μάνα του θα γινόταν καλά, το ήξερε, ήταν σκληρό καρύδι, εδώ άλλα κι άλλα δεν τη ρίξανε, αυτή θα τους έθαβε όλους, το τσουλάκι η Σοφία με τον γλοιώδη αρραβωνιάρη της να πήγαινε στο διάολο, είχε την αυθεντική Jena σε εκατοντάδες ταινίες για να περνάει «καλά» τα βράδια όποτε ήθελε, δουλειά θα έβρισκε αλλού και θα ξεφορτωνόταν και όλους αυτούς του ηλίθιους που τον κορόιδευαν μπροστά στα μάτια του για τις ριγέ κάλτσες και τα παλιομοδίτικα γυαλιά. Αν χρειαζόταν στο κάτω κάτω θα άλλαζε πάλι χώρα-τίποτα τέτοιο τετριμμένο δεν τον φόβιζε. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο όλα τα είχε ξαναπεράσει και αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Αυτό που τον τσάκισε απόψε, που τον έκανε να θέλει να κλάψει και να πιει ένα ολόκληρο μπουκάλι ουίσκι και να κάνει τρία πακέτα τσιγάρα ήταν ο Jack του. Ο Jack και η απαράδεκτη και σχεδόν ακατανόητη συμπεριφορά του. Ο άνθρωπος που αποτελούσε πρότυπο τιμιότητας και ακεραιότητας για τον Heinz, εκείνος που αντιπροσώπευε ό,τι πιο ηθικό, καθάριο και αγνό, ό,τι πιο ελπιδοφόρο για το ανθρώπινο είδος, είχε απόψε διαπράξει το πιο ειδεχθές έγκλημα. Είχε σκοτώσει ένα μικρό παιδί, ένα κορίτσι 14 ετών που εκτός των άλλων τύχαινε να είναι και κόρη της αδερφής του! Ο Jack, ο πολυαγαπημένος Jack που αν ο Heinz έκανε ποτέ γιο θα του έδινε το όνομά του και θα ευχόταν ολόκαρδα να του μοιάσει σε όλα – έλεγε κάποτε…- αυτός, ο Ήρωάς του σκότωσε την ίδια του την ανιψιά. Χωρίς δεύτερη σκέψη ή έστω προσπάθεια να το αποφύγει. ΟΚ η κοπελίτσα ήταν πρεζάκι τελειωμένο με γεμισμένο όπλο στα χέρια και τον απειλούσε στα 2 μέτρα, αλλά… δεν έπαυε να είναι ένα παιδί…Ο Heinz ήταν σίγουρος ότι αν ο – ικανός στα πάντα ως γνωστόν - Jack ήθελε, μπορούσε να την αφοπλίσει ανετότατα χωρίς, όχι να χρειαστεί να διαπράξει φόνο αλλά και χωρίς γρατσουνιά καν. Απλώς δεν θέλησε. Αφέθηκε έρμαιο του θυμού του, της αγανάκτησης για την εξακολουθητικώς –είναι η αλήθεια- ανάγωγη συμπεριφορά της απέναντι στη μητέρα της και αδερφή του και της ανάγκης του για εκδίκηση –η Φλώρα ως γνωστόν είχε ρίξει τον γιο του Jack στα ναρκωτικά ανεπιστρεπτί…- δρώντας όχι πλέον σαν ήρωας αλλά σαν ένας απλός άνθρωπος με δόλια πάθη και θρυμματίζοντας έτσι όλα τα πιστεύω του Heinz, για μια κοινωνία εξελιγμένων πειθαρχημένων υπερανθρώπων, όλες του τις ελπίδες για έναν καλύτερο κόσμο, για ένα καθαρότερο αύριο απαλλαγμένο από ταπεινά πάθη και αδυναμίες.
Περπάτησε πάνω κάτω στο στενό μπαλκόνι τρίζοντας τα δόντια και μονολογώντας, ενώ τα δάκρυα πλέον έτρεχαν κανονικά στα κοκκινισμένα μάγουλά του,
«Σκότωσες τη Φλώρα, σκότωσες τη Φλώρα! Δεν θα στο συγχωρέσω ποτέ Jack αυτό. ΠΟΤΕ!»
Ένα σουβλερό τσούξιμο στο χέρι τον ειδοποίησε ότι πάνω στο οργισμένο παραμιλητό του είχε σπάσει το ποτήρι που κρατούσε και καθώς το ουίσκι κυλούσε στα παγωμένα και πληγιασμένα από το γυαλί δάχτυλά τον έτσούξε ακόμα περισσότερο. Ο πόνος τον συνέφερε κάπως από το μεθύσι και τον απέσπασε μερικώς από την έντονη ψυχική του οδύνη. Μπήκε αργά στο σαλόνι κρατώντας το πληγωμένο χέρι και αφήνοντας ματωμένες πιτσιλιές πίσω του και περνώντας μπροστά από την ακόμα αναμμένη τηλεόραση στάθηκε απέναντί της και της έδωσε μια δυνατή κλοτσιά. Αυτή έπεσε με θόρυβο και διαλύθηκε στο πάτωμα. Ο Heinz είχε πάρει πλέον την απόφασή του. Δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ πια στη ζωή του “Jack’s justice”.

Wednesday, March 04, 2009

Έλλειψις

Φυσικά ουδείς είχε μηδέποτε εγγυηθεί ότι δεν θα επέστρεφε.
Ποτέ εξάλλου μέχρι σήμερα –το αντιλαμβανόταν σφόδρα- οι συνθήκες δεν εστάθησαν επαρκώς εξαιρετικές ώστε να αποκλείσουν οριστικώς την εμφάνισή της.
Εξ' ου και δεν αισθάνθηκε ουδεμία έκπληξη κατά την υποδοχή της παρά μόνο μια ελαφρά στωική απογοήτευση καθώς κάθε φορά που γέμιζε εκείνη ήλπιζε ελαχίστως – καθότι υποψιαζόμενη εντόνως το μάταιο των ελπίδων της-ότι ίσως και να μην άνοιγε εκ νέου αυτή τη φορά, ίσως και να έμενε δια παντός συμπαγής και στέρεα, ίσως να μάθαινε το σώμα της να προσαρμόζεται πλέον σε τούτα τα πάγια ψυχρά κλίματα και να οχυρώνεται αποτελεσματικά απέναντι στους αιχμηρούς και καλοτροχισμένους εξωγενείς επαναλαμβανόμενους παράγοντες απάθειας και μόνωσης. Ή ίσως και να συναντούσε αισίως εκείνα τα άλλα και σπάνια τροπικά κλίματα.
Η τρύπα όμως εντέλει εμφανίσθη και αυτή τη φορά.
Ένιωσε τον κρύο αέρα να τη διαπερνά ολοσχερώς και σκύβοντας προς το στήθος της κοίταξε –όπως πολλάκις άλλοτε - παραδόξως πίσω της καθώς είχε μείνει γελοιωδώς διαμπερής.
Το απεχθές κενό είχε εισβάλει στα σωθικά της ανήλεο, αλλοιώνοντας το σχήμα της και εκκενώνοντας τη σκέψη της από συναισθηματικές φιοριτούρες, μπιχλιμπίδια τρυφερότητας και πάσης φύσεως ψιμύθια προσδοκιών.
Τοιουτοτρόπως έμεινε μόνο ένα ψυχρό ρεύμα αέρα να φουσκώνει τις –τόσο ανεπαρκείς να το καλύψουν άλλωστε- μπλούζες της και ένα υπόλευκο φάσμα να υποκαθιστά τα εξαχνωμένα όνειρά της.