Thursday, December 18, 2008

Α-ΠΑΤΡΙΣ



Αυξάνει
αυτή η υγρασία που μου ακινητοποιεί τα πόδια
Και δεν μπορώ να βγω παραέξω
Μόνο κοιτάω κατάκοιτη την τηλεόραση
Υπνωτισμένη από ιστορίες που δεν κρατάω την αλήθεια τους
απλώς πασχίζω το τέλος να μαντέψω
Βαρέθηκα
Ψάχνω την πόρτα για να βγω σε άλλη διάσταση
Αλλά έχω χάσει το κλειδί
Το έφαγες τελετουργικά
σε μια κρίση μεγαλείου

Μάτια κενά, στόματα άλλα
Αυτή τη γλώσσα κι αν τη μιλώ
δεν την καταλαβαίνω πλέον
Με αυτά τα σώματα τα νοτισμένα από μνήμη σάπια
ανίκανα να κινηθούν μπροστά- μόνο πλαγίως
Με αυτές τις πέτρες που σφραγίζουν τις διαβάσεις
ντυμένες με εγκώμια μπαγιάτικα και φρούδα
Σιωπάς ειρωνικά

Όμως φυλάξου
φίλτατη και ξένη

έκλεισαν πρόσφατα οριστικά οι λογαριασμοί σου
στην τράπεζα την ιστορίας
οι Επιταγές σου μείνανε τελικώς χωρίς αντίκρισμα
ξοφλήσαμε εντελώς από κάλλη παλαιά
και λαμπρές ιδέες
σώθηκε βλέπεις το απόθεμα της αίγλης

πόσο πια θα καυχιέσαι επί πιστώσει?


αφίσα Nassos K.

Friday, October 31, 2008

Insomnia


Τις νύχτες κατέφθανε πάντα αργοπορημένη,

τοιουτοτρόπως

προμηθευόταν τις ώρες της σε ειδικά πακέτα προσφορών των διακοσίων λεπτών

άνευ ύπνου.

(Αυτά είχαν μόνο απομείνει.

Βλέπετε οι άλλες οι απλές των εξήντα παντός τύπου

είχαν εξαντληθεί από νωρίς).

Αϋπνοβατούσε ματαίως λοιπόν,

και στωικώς,

μουλιάζοντας σε μια αδέσποτη εσπερινή θλίψη

που ατέρμονη, ωσάν το χρόνο,

την κατέκλυζε με ευλαβική συνέπεια,

οργανικά

όπως ο απροσδιόριστος τρόμος που σκορπά μια ιδιαζόντως φλογερή αλλά πολύ μακρινή

ομιλία

Thursday, October 23, 2008

stop




Πίσω λοιπόν από όλες αυτές τις ατελείωτες βαριές και ημιπολύτιμες κουρτίνες παραμόνευε μόνο ένας τοίχος. Γκρι ξεθωριασμένος αμετακίνητος και αλαζόνας.

Με σοβάδες να πέφτουν πάραυτα ακατάστατα σαν δάκρυα

και να του χαλάν θρασύτατα τη σοβαροφάνεια.

Τι ωραία που κρύφτηκες πάλι αναφώνησα εκρύθμως

και όπως πάντα δε μίλησε

Περίμενε μόνο μέχρι να ματώσω τις μικρές γροθιές μου

για να μου ρίξει μια ματιά επιμελούς καταφρόνιας

Friday, September 19, 2008

see through


Κάποτε ένιωθε γυάλινη
Και ευκρινής
Φοβόταν ότι όλοι στο μετρό
θα έβλεπαν τη σκέψη της
Ένα κορίτσι απέναντι
στο λεωφορείο
γέλαγε σιγανά
κάθε που εκείνη σκεφτόταν κάτι αστείο
και κάποιες ηλικιωμένες κυρίες, αυστηρές
στραβοκοιτούσαν
σε κάθε αναπόληση της
λάγνα
Μια γυναίκα ευγενική την έπιασε απ΄ τον ώμο
σε μια άξαφνη σκέψη θλιβερή
κι ένας ευαίσθητος νεαρός της έσφιξε το χέρι
στον αναλογισμό μιας παλαιάς απώλειας
Ένστολος τύπος ακούμπησε το όπλο του
ανήσυχος
επάνω σε βουβό
αντάρτικό της συνειρμό
κι ο νοητικός της θαυμασμός
για ένα αγόρι περαστικό και όμορφο
το έκανε αχνά
να χαμογελάσει


Ένα ταξί σταμάτησε πριν το φωνάξει
-πρόθυμα!-
και ο περιπτεράς
μίας πλατείας άγνωστης
της έδωσε τη μάρκα της
προτού του το ζητήσει

Τόσο διάφανη λοιπόν,
και τόσο εκτεθειμένη
φοβόταν πλέον
να σκεφτεί
και να ονειροπολήσει
μήπως είχε όνειρά απρεπή
και σκέψεις ακατάλληλες
άνω ή κάτω των 18
και τη συλλάβουν τελικά
για προβολή
δημόσιας αιδούς

Κι έτσι έπαψε να σκέφτεται

Thursday, June 19, 2008

Οι ρωγμές


Ώσπου κάποια στιγμή, μάλλον σταδιακά και άτυπα ξεκίνησαν να δημιουργούνται μικρές ρωγμές στο αστραφτερό κρύσταλλο της μακαριότητας της. Ανεπαίσθητες χαραμάδες σκοταδιού που λες και της ενεργοποιούσαν τα μάτια, λες και σκουντούσαν ελαφρά εκείνο το κομμάτι του μυαλού της που είχε πέσει σε μια καθ΄ όλα ευάρεστη χειμερία νάρκη αυτό τον τελευταίο καιρό και αρνούταν να ανασηκωθεί. Η αρχή έγινε τυχαία, μια μικρή θολούρα κάποια στιγμή στην ευτυχία της που τη σάστισε και ταυτόχρονα της έδωσε το δικαίωμα να σχεδιάσει κάτι γρήγορο στην πρώτη γόνιμη επιφάνια που βρέθηκε εύκαιρη εκεί γύρω. Η λύτρωση του να ξαναχρησιμοποιεί για αυτό το σκοπό το μυαλό και τα χέρια της μετά από τόσο καιρό σχεδόν εκτόπισε το άγχος για την πρώτη φορά τσαλακωμένη της ευδαιμονία. Ήταν σα να θυμήθηκε εκτάκτως πως είναι να αναπνέεις από τη μύτη μετά από αιώνες αναπνοής από το στόμα. Ένιωσε την παλιά γνώριμη αίσθηση να την διατρέχει σύγκορμη και αντιλήφθηκε καινοφανή ψυχρά ρεύματα να διατρέχουν την μόνιμη, τελευταία, θερμική της άλω. Το αλλοτινό εντελώς προσωπικό της ύφος σχηματοποιήθηκε αχνά μετά από πολύ καιρό στον παρθένο τοίχο και στιγμιαία νοστάλγησε την πάλαι πότε βαρυθυμία της που της διοχέτευε αστείρευτη δημιουργική ενέργεια. Ήταν όμως μόνο μια στιγμή-η επούλωση επήλθε συντόμως και η επιστροφή στην ράθυμη θαλπωρή της χαράς εξυπακούστηκε παντελώς.
Τη δεύτερη φορά που ένιωσε το τρίξιμο σχηματισμού ρωγμής συνειδητοποίησε ανήσυχη ότι ο επακόλουθος τρόμος επενδυόταν μιας υπόγειας λαχτάρας, να νιώσει ξανά το αίμα να κυκλοφορεί στα δάχτυλά της, να αναβλύσει από μέσα της ένας χείμαρρος εικόνων που τόσο καιρό μπλόκαρε η ευτυχία σαν αρδευτικό φράγμα προς χόρτασή της. Η λαίμαργη αυτοάνοση ευτυχία που θρεφόταν με τις αγέννητες εικόνες της. Μπήκε λοιπόν στον πειρασμό να μην επισπεύσει την αποκατάσταση, να διατηρήσει τη ρωγμή για λίγο καιρό ίσα μόνο για να εκτονώσει κάποιο από το δυναμικό που είχε συσσωρευτεί μέσα της. Κι έτσι για λίγες μέρες άφησε το σκοτάδι να την αγκαλιάσει με τον οικείο τρόπο του. Και τόλμησε να ξαναπλησιάσει τους ξεχασμένους της καμβάδες και να αφεθεί διστακτικά σε μια μικρή, πολύ μικρή δίνη δημιουργίας. Το σώμα της όμως αντέδρασε. Καλομαθημένο πλέον σε άλλες πιο υψηλές θερμοκρασίες νοστάλγησε την θέρμη και το φως και την αποσυντόνισε. Στην πρώτη ευκαιρία η ρωγμή επισκευάστηκε και η γλυκιά ραστώνη της ευτυχίας επικράτησε ένδοξη. Κάπου όμως στο πίσω μέρος του μυαλού της άρχισε να φυτρώνει ξανά το από καιρό ξεριζωμένο ζιζάνιο της ματαιότητας.

Sunday, June 08, 2008

Νομίζματα

χούφτες χρόνου φθαρμένου σε σακουλάκια
των τριών τετάρτων
σαν κοχυλάκια να μαζεύει
εμπρός στη θάλασσα
σαν άμμο κόκκινη και φίνα
από μια έρημο
λέει

μικρές ποσότητες λεπτών (χαμένα )
αναμονής μέσων
κουραστικών και θλιβερών,
υπόγειας ορθοστασίας,
ανούσιων και ακούσιων διαδρομών,
πορειών άσκοπων ,
σε τοπίο αδιάφορο

και ώρες άλλες
προσμονής μιας
κλήσης, δύο
που δεν έγιναν ποτέ
να τις συλλέγει,
λέει

σαν γραμματόσημα
σαν πεταλούδες τρυπημένες με καρφίτσα (δεν πέταξαν,
τις πιάσανε επιτήδεια και τώρα
επιδεικνύουνε τα κάλλη τους σε δειγματολόγια κάπως
μακάβρια
σε μια βιτρίνα σκονισμένη
γυάλινη, λίγο γρατζουνισμένη)

γι΄ αντάλλαγμα

ώρες ολόκληρες (χαμένες) εκεί
δεσμώτρια
στην κίνηση μιας πόλης
γερασμένης
αλλά αξιοσημείωτα ταχείας και θολής

κι έπειτα ήτανε και η αφίσα
εκείνη
σε ένα γραφείο
ταξιδίων
μια φορά
«Αποδράστε» έλεγε
«φτηνά»
να αποδράσει έλεγε κι εκείνη
να αποδράσει

αλλά πόσο είναι το φτηνά?
Σε τι μετράει
σε ώρες ή λεπτά?


Πόσος καιρός είναι το χρέος μου στο χρόνο
πόσες σελίδες γεμισμένες με λεπτά?
να με αφήσει ελεύθερη
χωρίς ρολόγια, κυριακές, πρωτοχρονιές?

Πόσο νομίζεται ότι αξίζει μια απόδραση?

speechless





Κι έμεινε ‘κει θαμπωμένη και Τσαλαπατημένη ελαφρώς
Από θεσπέσια εγκεφαλικά αποτυπώματα

Να αναμετρά ανταλλαγές χειραψιών
βλεμμάτων
εναέριων και
Υποκλίσεις ιδεώδεις ελαφρές
μα προπαντός ιπποτικές
με διακριτικά νοητικά χειροφιλήματα
ακολούθως

Κι εκείνη ως δεσποσύνη ευγενής,
χλωμή, λίγο φιλάσθενη κι ωραία
με τρόπο αχνό και απροσδόκητο,
ενίοτε αμίλητη
πάντα συνεσταλμένη
εμπρός στης πανοπλίας αυτής τη λάμψη
να κατεβάζει πρόθυμα τα μάτια
μη χρειαστεί να
αντιμετωπισθεί
μια ενδεχόμενη
εκδήλωση
ελπίδων

Thursday, May 15, 2008

Υπό-λυπη


Η απόφαση κατεδάφισης

ελήφθη

ερήμην μου

κι έτσι απλώς εν πλήρη αγνοία

βρέθηκα εντός

-ματαίως

αναζητώντας τους λόγους

ασταθείας των θεμελίων

(δεν υπήρχαν εξάλλου)-

θαμμένη ακαριαία,

καθώς, όπως θα γνωρίζετε

-οι περισσότεροι-

εκείνη η καταπακτή

διαφυγής

Για την οποία μιλούσαν

Οι παλιές

Φωνές

Τελικώς δεν υφίσταται

Monday, May 12, 2008

Πείναγα


Βράδυ ήτανε και πείναγα,

και μου’ πες

Να,

δάγκωσε εδώ

απ΄ το δεξί πλευρό

-και σήκωσες την μπλούζα-

αλλά Παρακαλώ

σκούπισε ύστερα τα αίματα

με τα μαλλιά σου και

δώσ’ μου

το φουστάνι σου

να δέσω την πληγή,

να φύγω κόσμια

μη λερωθεί κι η μέρα

Και δέχτηκα.

Ήτανε όμως λίγο, ίσα μια δαγκωνιά

δε χόρτασα

κι έμεινε η γεύση του επίμονη και ξένη-

επίμονη, πικρή και τόσο ξένη

που μούδιασε το στόμα

μόλις έφυγες

κι έμεινα πάλι μόνη μου

εδώ

γυμνή, και βρώμικη

κι ακόμα πεινασμένη

να πλένω τα μαλλιά μου

από το αίμα σου

να πλένω από τη γεύση σου

το στόμα μου

να πλένω όλη εμένα από σένα

Monday, March 31, 2008

Οι εικόνες

Αναμφισβήτητα υπήρχε μια πρωτόγνωρη απόλαυση που θύμιζε εντόνως επίδραση παραισθησιογόνων ουσιών χωρίς όμως την επακόλουθη πτώση. Αντιλαμβανόταν ακαθόριστα ότι είχε αρχίσει να αναπτύσσει εξάρτηση –και απεχθανόταν τις εξαρτήσεις-αλλά μέχρι τώρα δεν είχε ακόμα βιώσει παρά μερικώς και λίγο άστατα την απώλεια.
Το ατελιέ είχε αραχνιάσει από το κακό του και τα πινέλα της σκέβρωναν πεισματικά σε τυχόν –σπάνιες πια-προσπάθειές της να τα αγγίξει μην αφήνοντας την ούτε καν να τα καθαρίσει ή έστω να τα τακτοποιήσει. Οι σπάτουλες σκούριαζαν από αγανάκτηση και τα χρώματα έπηζαν από την ανία και το καθισιό. Ο χώρος που μέχρι πριν από λίγους μήνες επιστέγαζε το μεγαλύτερο-αν όχι όλο- μέρος της ζωής και δουλειάς της τώρα της ασκούσε ένα ανένδοτο βέτο στο οποίο υπάκουε σχεδόν πρόθυμα.
Κι έτσι, περνούσε τις ώρες της σε επικά τηλεφωνήματα -όσο προλάβαινε μέχρι να της κόψουν το μήνες απλήρωτο τηλέφωνο- ανακάλυπτε με ορθάνοιχτο στόμα το διαδίκτυο, χάζευε ασπρόμαυρες avant garde ταινίες μασουλώντας bitter σοκολατάκια γεμισμένα με βύσσινο και αναθεωρούσε ριζικά τις σχέσεις της με τον ήλιο που είχε πλέον πάψει να της φαίνεται αντιπαθής και αλαζόνας.
Βλέπεις η πόλη την ημέρα ήταν μια νέα περιπέτεια, που βίωνε βολτάροντας χαμένη σε ένα παραλήρημα εκστατικών σκέψεων και ανακαλύπτοντας σε ένα διαρκές ευχάριστο ξάφνιασμα απρόσμενες γωνιές μαγικής αρχιτεκτονικής, αλλόκοτα αφημένες πλατείες, πονηρεμένα παγκάκια, ιδιότροπα ρόπτρα σε ασήμαντες πόρτες, αλλοπρόσαλλους ριψοκίνδυνους κισσούς να κατακτούν άμαχους τούβλινους τοίχους, αφηρημένα σωμών σαμιαμίδια να λιάζονται, αφύσικα λουλουδιασμένα μπαλκόνια και παναστείες ολοκαίνουριες επιγραφές με σπρέι σε πρώην καθαρούς τοίχους-ένα πλήθος ευφάνταστα σκηνικά βγαλμένα από ανείπωτες ακόμα διηγήσεις, που τα βράδια λες και δεν υπήρχαν τόσο καιρό, λες και ήταν διαποτισμένα με μια ύπουλη αόρατη ουσία που τα εμφάνιζε μόνο υπό το φως του καλοκαιρινού ήλιου σαν εκείνες τις μαγικές επιγραφές με το λεμόνι που έκανε μικρή στην τελευταία σελίδα των σχολικών της τετραδίων.
Γέμιζε λοιπόν με καινούριες εικόνες που απογείωναν τη σκέψη της και μετά αλαφιαζόταν να βρει τους φίλους της να τους τις αραδιάσει και να φτιάξει μαζί τους ιστορίες με αυτές. Αλλά όταν ερχόταν η στιγμή να μιλήσει το μυαλό της βραχυκύκλωνε αυτόματα, το λεξιλόγιο της φαινόταν παλιωμένο και λίγο, τα επίθετα και τα επιρρήματα χαλασμένα, τα άρθρα άχρωμα και άοσμα, τα ρήματα χωρίς καθόλου μα καθόλου φαντασία ρε παιδί μου και τελικά δεν κατάφερνε όχι μόνο να αποδώσει εκείνη τη μαγική ευφορία που της προκαλούσαν αλλά ούτε καν να δώσει μια απλή φωτογραφική περιγραφή. Γόρδια η γλώσσα της αρνούταν αμετάπειστη να τη βοηθήσει και τα χέρια της αεικίνητα την έτρωγαν σαν να ήξεραν κάποτε τον τρόπο. Αλλά πλέον ακόμα και αυτά να τον είχανε ξεχάσει.

Wednesday, February 27, 2008

logo stigmis

Οχτώ.
Και συ άνοιξες τις χούφτες σου
Τις ερμητικές.
Σαν καρυδότσουφλο.
Και μπήκε φως και ξύπνησα.
Και θέλησα να ανοίξω και γω
τα μάτια μου
να σε κοιτάξω ολόκληρο.
Και να χαμογελάσω.
Αλλά ήταν κολλημένα.
Με κόλλα
πανίσχυρης στιγμής,
όπως αυτές
που διαφημίζουν άσκοπα
κάτι ξημερώματα,
εμβόλιμα
στα όνειρά μου
-τα cinemascope-
κορίτσια.
Χωρίς φωνή.
Μόνο με σώμα όμορφο.
Και μάτια.
Ίσα ίσα να σου κρατάνε συντροφιά
εκείνες τις άγριες στιγμές.
Όταν ξεχνώ ποιος είσαι
Αγάπη μου

backwards


Τα πρωινά δε μίλαγε. Σηκωνόταν μόνο όταν ήταν απολύτως απαραίτητο ή όταν αντιλαμβανόταν ότι η αϋπνία με την οποία πέρασε άλλη μια παθιασμένη νύχτα δεν είχε σκοπό να αλλάξει αγκαλιά άμεσα. Αγριωπή και ακόμα ασυναρμολόγητη έκλεινε άγαρμπα τις σκούρες κουρτίνες που ακόμα χασμουριόντουσαν τεμπέλες από το προηγούμενο βράδυ, λογομαχώντας άηχα αλλά έντονα με τον υπερόπτη φλύαρο ήλιο που την χλεύαζε χαιρέκακα.
Μετά, έσερνε αργά τα γυμνά πόδια της στο πάτωμα απολαμβάνοντας τα ρίγη που της προσέφεραν απλόχερα τα κρύα πλακάκια και με έναν πικρό καφέ στο χέρι-που εμφανιζόταν μετά από κάποιες ανακλαστικές κινήσεις χαμένες σε ένα νέφος αμνησίας- βούλιαζε ακόμα μισοκοιμισμένη στην ξεφτισμένη κυρίως κόκκινη, κάποτε κάπως βελούδινη ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο luis τόσο πολυθρόνα- τελευταίο κομμάτι από ασύλληπτης αξίας σαλόνι, κληρονομιά από κάποιον άγνωστο θείο, διάττοντα, στην οικογένειά που δέχτηκε να μην την πουλήσει κι αυτή μόνο μετά από μια καλοσκηνοθετημένη απόπειρα αυτοκτονίας - κοιτώντας κατάματα τον καμβά απέναντί της περιμένοντας να της μιλήσει αυτός πρώτος.
Και μόνο μόλις αντιλαμβανόταν τους πρώτους φειδωλούς ψιθύρους του και αφού πλέον η καφεΐνη άρχιζε ντροπαλά να την κατακτά, άπλωνε τελετουργικά τα μακριά οστεώδη της δάχτυλα με τα μαβιά από το κρύο νύχια προς τα ανήσυχα παρδαλά πινέλα- που τεντώνονταν με λαχτάρα προς το μέρος της, ζητώντας της έκαστο να διαλέξει αυτό, κακολογώντας τα υπόλοιπα- και διάλεγε το πιο ευγενικό, το πιο ήσυχο και καθαρό, αν και ήξερε πολύ καλά ότι την επόμενη φορά θα ενσωματωνόταν κι αυτό ανεπιστρεπτί στον φασαριόζικο όχλο των συναδέλφων του. Και μετά από μια σύντομη συνεδρία με το σεβάσμιο και ολιγομελές συμβούλιο των χρωμάτων, άφηνε το ανέγγιχτο λεπτεπίλεπτο εργαλείο να τα βγάλει πέρα μόνο του με τον λιγομίλητο συνομιλητή της.
Το ταξίδι διαρκούσε αμέτρητες άμορφες ώρες. Ναρκωμένη από το νέφτι ακολουθούσε τις φωνές του καμβά και τις αυθόρμητες διαδρομές των πινέλων τα οποία ενίοτε τα εγκατέλειπε περίλυπα για να συνεχίσει την ντελιριακή της περιήγηση με τα εξαδάχτυλα παγωμένα χέρια της.
Και μετά ερχόταν το πρώτο χαμόγελο-ή έστω ίχνος χαμογέλιου- τη στιγμή που ο ήλιος χαιρετούσε αποδυναμωμένος από τα βουνά της δύσης και ο καμβάς της έβαζε τελεία στο τραγούδι του. Και το σώμα της βυθισμένο στα χρώματα, στις αναθυμιάσεις και στην αναγεννησιακή πολυθρόνα επιτέλους ξυπνούσε πλέον πλήρως και ανασηκωνόταν. Μέχρι οι ώρες να μικρύνουν επαρκώς άναβαν παντού κεριά, οι κουρτίνες έχασκαν απορημένες, η μπανιέρα πλημμύριζε με καυτό νερό και πυκνά μαύρα μαλλιά και όλο το σπίτι γέμιζε ασύδοτα με σανδαλόξυλο και Μπαχ. Και όταν έφτανε η στιγμή έδενε τα ατελείωτα μαλλιά της σε αμέτρητους κότσους, άρπαζε το τεράστιο σκούρο αντρικό της παλτό και έβγαινε με ένα μπουκέτο μαύρα φρεσκοβαμμένα τριαντάφυλλα για να τα προσφέρει στη νύχτα που την περίμενε έξω κατάμαυρη να τη διδάξει την τέχνη της. Λίγο παρακάτω, στα πιο σκοτεινά και παρακμιακά στέκια της πόλης οι φίλοι της περίμεναν ανυπόμονα πίνοντας το πιο νερωμένο ουίσκι και τσιμπολογώντας μπαγιάτικα φυστίκια, να ακούσουν για ένα ακόμα μακρύ βράδυ τις θλιβερές αλλά τόσο γοητευτικές της αγορεύσεις.

Thursday, January 31, 2008

ευτυχής πια


Η ευτυχία είχε έρθει και την είχε καταλάβει ήρεμα και σταδιακά σαν ίωση. Στην αρχή ως μια ανεπαίσθητη άλως γύρω της που σιγά σιγά όμως αναπτύχθηκε σε λάμψη ιδιαιτέρως υψηλής εντάσεως που δεν την άφηνε να εξαφανίζεται πλέον στις αφώτιστες λεωφόρους όπου κυκλοφορούσε μόνη, ούτε στις σκοτεινές γωνιές των μπαρ της πόλης όπου σύχναζε όταν μεγαλώνουν οι μικρές ώρες, παρατηρώντας σιωπηλά αλλά ενδελεχώς τους ανθρώπους να πίνουν, να ερωτοτροπούν και να αυτοκαταστρέφονται ηδονικά και με απόλυτη επίγνωση. Οι φίλοι της άρχισαν να φορούν γυαλιά ηλίου κάθε φορά που τη συναντούσαν, δεν άναβαν τα φώτα όταν την προσκαλούσαν σπίτια τους και δεν κάθονταν δίπλα της όταν πηγαίνανε μαζί σινεμά. Κι ύστερα ήταν κι εκείνη η απόκοσμη ζεστασιά που εξέπεμπε και μάζευε όλα τα ξεπαγιασμένα γατιά του δρόμου γύρω της. Έπαψε να χρησιμοποιεί θερμαντικά σώματα και κλιματιστικά – αναπάντεχη ευκαιρία για οικονομία με το πετρέλαιο στα ύψη και τα οικονομικά της στα βάθη -και κατήργησε τα μαύρα τεράστια αντρικά χοντρά παλτό που τη χαρακτήριζαν αντικαθιστώντας τα με πολύχρωμα αραχνοΰφαντα πανωφόρια που σκόρπιζαν κλαρωτές αντανακλάσεις και μεταξωτά αγγίγματα. Αρχικά όλοι το διασκέδαζαν με αυτή την πρωτοφανή εντυπωσιακή αλλαγή –και την οικονομία στον ηλεκτρισμό και τη θέρμανση που συνεπαγόταν-αλλά πολύ γρήγορα άρχισαν να νοσταλγούν την πάλαι πότε ιδιότυπη σκοτεινιά της, εκείνο τον μοναδικό βαρύ κυνισμό που ισοπέδωνε αποτελεσματικά ακόμα και το πιο ανάλαφρο αστείο, που κατάφερνε να βρίσκει μέσα από αναπάντεχες διαδρομές τη μαυρίλα και την ασχήμια ακόμα και στις πιο αναμφισβήτητα λαμπρές στιγμές της ζωής, όλα αυτά που την έδειχναν τόσο δυστυχή άνθρωπο μεν τόσο μεγάλη καλλιτέχνη δε. Και τώρα ήρθε αυτή η ευτυχία από το πουθενά να τη στοιχειώσει ολοσχερώς και όχι μόνο να της κλέψει την ιδιότητα να βλέπει τις σκιές πίσω από τα φωτεινά περιγράμματα αλλά και να περιχαρακώσει και αυτή την ίδια σε ένα απαστράπτοντα φωτεινό κλοιό. Αυτή η παρεμβατική ευτυχία που της μεταρρύθμισε τους βιορυθμούς της και αντί να κοιμάται τη μέρα και να ξυπνάει το βράδυ άρχισε να ξυπνάει τα πρωινά και να απιστεί στις τόσο πολύτιμες για τα έργα της νύχτες, που της άλλαξε χρώμα στο χιούμορ και στο βλέμμα και στα όνειρά της, που απενεργοποίησε παντελώς τις γοτθικές της μουσικές, που την έκανε να σηκώνει ανυπόμονα τα τηλέφωνα αντί να τα ακούει επιδεικτικά να χτυπάνε ατελέσφορα και της διέρρηξε βίαια τα ανέκαθεν σφραγισμένα παραθυρόφυλλα του ανήλιαγου άντρου της. Αυτή η άτιμη ευτυχία που έκανε εφιαλτικές τις ιλιγγιωδώς κοντινές ημερομηνίες της τόσο πολυπόθητης-για την οικονομική της κατάπτωση- ατομικής της έκθεσης και τη γκαλερίστα της να κλαίει λίτρα μαύρο ρίμελ και πανάκριβη αντηλιακή ματιών πίσω από τα σκούρα της γυαλιά κάθε που της ζήταγε ματαίως καινούρια έργα.
Αυτή η ύπουλη ευτυχία που της παρέλυσε τα μαγικά εξαδάχτυλα χέρια της και της μπλόκαρε την αεικίνητη γκρι μαρέν φαντασία της και της έκλεψε την πληθωρική και χθόνια έμπνευση με την οποία ζούσε και ξυπνούσε και κοιμόταν και πήγαινε και η οποία της ήταν πάντα τόσο αυτονόητη σαν τον αέρα και το νερό και που τώρα δίχως αυτήν ένιωθε μάλλον προδομένη (;) και ίσως και ανεπαρκής (;)και κάπως σαν ανάπηρη(;) ανίκανη πάντως στα σίγουρα να εκφράσει-με τον μοναδικό τρόπο που γνώριζε- αυτό το πρωτοφανές και ανήκουστο πράγμα που την είχε υπό την κατοχή του, ανίκανη να τιθασεύσει το φως γύρω της και να ελαττώσει την ακτίνα της θέρμης που την περιέβαλε, ανίκανη να περιορίσει τα χαμόγελα που σκορπούσε ακατάσχετα γύρω της στους περιπάτους της και που βιαστικοί περαστικοί σταματούσαν για να μαζέψουν αχόρταγα, ανίκανη πλέον να συλλαμβάνει και να δημιουργεί όλα εκείνα τα περίφημα ερεβώδη και μνημειακά αριστουργήματα που έκαναν τα μικρά παιδιά να κλαίνε με λυγμούς, τους εφήβους να γίνονται emo, τους ενήλικες να βλέπουν γκραν γκινιόλ εφιάλτες, τους ψυχαναλυτές να επιδίδονται σε αλλεπάλληλες χαοτικές διατριβές για το άτομό της και τους κριτικούς να της αφιερώνουν σελίδες και σελίδες μελαγχολικών διθυράμβων. Ανίκανη αλλά ευτυχισμένη.

Wednesday, January 02, 2008

Καλό οχτώ!!!!!!