Wednesday, June 23, 2010

Η πρωταγωνίστρια όρθωσε παράστημα καθώς εισέπνευσε κενό. Και τον αέρα να την διαπερνά ολοσχερώς. Να φυσάει από μέσα της κι εκείνη να ανατριχιάζει από ένα αφηρημένο κρύο που πάγωνε κόκαλα και μυαλό. Το σενάριο της προηγούμενης εβδομάδας εξάλλου ήταν κενό. Σελίδες άδειες ή σβησμένες, κάποιες σκισμένες επίσης ή μουτζουρωμένες έτσι ώστε να μη διαβάζονται. Όχι ότι δεν υπήρχαν λέξεις-τέτοιες υπήρχαν άφθονες με κυρίαρχες εκείνες που ξεκινούσαν από έψιλον-όπως ευθύνη ή ένοχος ή έπρεπε- σίγουρα αν κάτι έλειπε δεν ήταν οι λέξεις. Η πρωταγωνίστρια βάδιζε ανάμεσα στον κόσμο κάπως αντίθετα -ένιωθε ότι πήγαινε εκεί από όπου άλλοι διαρκώς επέστρεφαν κι -ω άλλη μια λέξη από έψιλον- έτσι είχε αυτή την αίσθηση της επίμονης καθυστέρησης που άλλοτε είναι σημάδι υποψίας ευτυχίας και άλλοτε επιμηκύνσεώς λύπης. Έπρεπε λέει. Πόσο αλλάζει αυτό το ρήμα όταν η προστακτική από παρούσα γίνεται παρελθοντική-πως από επιταγή γίνεται θλίψη αυτό το πρέπει-μόνο με ένα έψιλον. Πόσο λίγο αθώο είναι αυτό το έψιλον. Πόσο ένοχο. Η πρωταγωνίστρια συνάντησε μια μερίδα παρελθόν και δυο στάλες ίσως – αλλά το ίσως μοιάζει με χτύπημα στον ώμο και αυτού του είδους τα χτυπήματα προκαλούν συνήθως μόνιμες παραμορφώσεις. Έτσι έσιαξε το μαλλί και καμπύλωσε τη βλεφαρίδα ώστε τουλάχιστον να κατοχυρώσει όλο δικό της αυτό το ασίγαστο δεν. Και μετά έμαθε να κοιμάται νανουρισμένη από τη φάλτσα αδιαφορία του μονίμως αριστερού μαξιλαριού. Αυτού που κάποτε αντάλλαξε με το ολόγραμμα μιας φλούδας ελπίδας.