Monday, January 09, 2017

συνήθες συμβάν

-->
Κάπου εδώ δεν ξέρω γιατί θυμήθηκα την ιστορία του Μάνου και της Σουσάνας- παντρεμένος με τη Βέρα για δεκατέσσερα χρόνια, έχοντας παρατήσει μια δουλειά που γούσταρε και μια ζωή στην οποία αφηνόταν με πίστη κι εκείνη τον έφερνε πάντα μόνη της στα νερά που αγαπούσε να κολυμπά, παρασυρμένος και γοητευμένος -κακά τα ψέματα- από τα άγνωστα σε αυτόν γυαλιστερά ατσάλινα πρέπει της Βέρας και την γοητεία της απαρέγκλιτης επιβολής των θέλω της ο Μάνος φτάνει σταδιακά και ασυνείδητα, σχεδόν χωρίς καλά καλά να το καταλάβει σε ένα καλοστημένο υποκατάστατο ζωής- αυταρχική σύντροφος και αυταρχική κόρη, πλασμένη από τη μητέρα της στα ίδια σκληρά καλούπια, με οξείες ρινικές φωνές που απαιτούσαν και ορμήνευαν, ατσαλάκωτα ρούχα, ίχνος σκόνης πουθενά, μια τετράγωνη ρουτίνα που στολίζει βαριεστημένα με τις νέες του επαγγελματικές ασχολίες -πιο εντυπωσιακές και καθώς πρέπει για τη Βέρα, πιο άνευρες και άχρωμες για τον Μάνο- μια ζωή χωρίς αναμονές και εκρήξεις σαν ενσταντανέ, χωρίς βράδια και χωρίς ξημερώματα μια ήρεμη άσφαλτος στην οποία είχε συναινέσει χωρίς να λάβει υπόψη τα ψιλά γράμματα του συμβολαίου- και κάπου τότε ένα καλοκαίρι από τα πιο ζεστά σε ένα νησί με την πιο σκούρα μπλε θάλασσα του κόσμου μια νύχτα βαθειά χωρίς άστρα γνωρίζει τη Σουσάνα, ελληνοβραζιλιάνα καλλιτέχνη συγγραφέα ποιήτρια ηθοποιό, επίγεια θεότητα της Santeria και του Candomble, πλάσμα της νύχτας και του θερισμού αναγνώστρια των αστεριών και ιέρεια της σελήνης, με επιταγές πλαστελίνης και μελιού έτοιμη να φύγει ανά πάσα στιγμή προς την κατεύθυνση κάθε ανατολικού ανέμου με φωνή σαν ούτι και τσέπες γεμάτες καρπούς και τότε ο Μάνος σαν αδύναμο και ασταθές ρίνισμα σιδήρου δεν αντιστέκεται στιγμή αλλά γλιστράει και ξαναβρίσκει εκεί τα βράδια του και τα ξημερώματά του κάθε βράδυ που την έχανε και την ξαναέβρισκε και την ξαναέχανε, αφήνοντας πάντα ήσυχη και πλαστική τη Βέρα -που τόσο πια τον αγνοούσε μετά από τόσα χρόνια τυφλής υπακοής- να κοιμάται αποκαμωμένη από την συντήρηση της κινηματογραφικής οικογενειακής μακέτας – δεν έφταιγε κανείς δεν ξέρω, ο Μάνος ήθελε να γητευτεί, η Σουσάνα ήταν αυτή που ήταν, μια έκρηξη γυναικείας ενέργειας που την έλκυε μόνο η ζωή και η Βέρα μόνο αυτή την συγκεκριμένη ιλουστρασιόν σελίδα ήξερε για ευτυχία, έξω από αυτή ήταν ο γκρεμός- ο Μάνος όμως έλαμπε από τον πόθο του και κάθε βράδυ έψαχνε το εναέριο κρεβάτι της Σουσάνας και η Βέρα μετά το τρίτο-τέταρτο βράδυ άρχισε μόλις να νοιώθει το γαργάλημα της σελίδας που σκίζεται αλλά περίμενε αλύγιστη σαν άλλη μάγισσα να τον φέρουν πίσω τα πιστωτικά της ξόρκια, όλα εκείνα που εκείνη θεωρούσε πολύτιμα κεκτημένα- και η Σουσάνα άκουγε φωνές από τις νότιες θάλασσες που δεν μπορούσε να αγνοήσει και ο Μάνος σαν μεθυσμένος από αψέντι σκεφτόταν πια ότι ήταν αδύνατον να επιστρέψει στο καλοστημένο κουκλόσπιτο της Βέρας και η Βέρα δεν κοίταζε προς εκείνους γιατί απλώς δεν ήξερε προς ποιες άλλες κατευθύνσεις μπορεί η ζωή να κυλάει. Και καθώς δεν υπήρχε πια κανείς λόγος να μετανοιώσει κανείς για οτιδήποτε αφού ο χρόνος δεν κάνει χάρες δεν κλείνει το μάτι δε χτυπάει στον ώμο και όταν ο Μάνος έμεινε να ταλαντεύεται ανεπαίσθητα δίπλα στη Βέρα όταν η Σουσάνα έφυγε ένα πρωί για την Βραζιλία και δεν του ζήτησε να πάει μαζί της γιατί ποτέ δεν ζητούσε σε κανέναν να πάει μαζί της – ήταν light traveller εκ πεποιθήσεως- και άρχισε να μικραίνει η αναπνοή του και ο χώρος γύρω του γινόταν όλο και πιο γκρι και τα περιγράμματα χάνονταν όταν η Βέρα επιχείρησε να τον ξαναλούσει όπως ήξερε με το αστραφτερό καυτό φως μιας ευτυχίας σαπουνόπερας εκείνος ξαφνικά εξαχνώθηκε. Ένα πρωί απλώς δεν ήταν εκεί, συγκεκριμένα ήταν σα να μην ήταν πια πουθενά - άδικα η Βέρα έψαχνε άδικα η κόρη του φώναζε άδικα η γειτονιά αναρωτιόταν αν είχε ποτέ δώσει δικαιώματα, ο Μάνος είχε εξαφανιστεί όμορφα, απόλυτα και αθόρυβα σαν μη πραγματοποιήσιμη ιδέα.