Monday, March 31, 2008

Οι εικόνες

Αναμφισβήτητα υπήρχε μια πρωτόγνωρη απόλαυση που θύμιζε εντόνως επίδραση παραισθησιογόνων ουσιών χωρίς όμως την επακόλουθη πτώση. Αντιλαμβανόταν ακαθόριστα ότι είχε αρχίσει να αναπτύσσει εξάρτηση –και απεχθανόταν τις εξαρτήσεις-αλλά μέχρι τώρα δεν είχε ακόμα βιώσει παρά μερικώς και λίγο άστατα την απώλεια.
Το ατελιέ είχε αραχνιάσει από το κακό του και τα πινέλα της σκέβρωναν πεισματικά σε τυχόν –σπάνιες πια-προσπάθειές της να τα αγγίξει μην αφήνοντας την ούτε καν να τα καθαρίσει ή έστω να τα τακτοποιήσει. Οι σπάτουλες σκούριαζαν από αγανάκτηση και τα χρώματα έπηζαν από την ανία και το καθισιό. Ο χώρος που μέχρι πριν από λίγους μήνες επιστέγαζε το μεγαλύτερο-αν όχι όλο- μέρος της ζωής και δουλειάς της τώρα της ασκούσε ένα ανένδοτο βέτο στο οποίο υπάκουε σχεδόν πρόθυμα.
Κι έτσι, περνούσε τις ώρες της σε επικά τηλεφωνήματα -όσο προλάβαινε μέχρι να της κόψουν το μήνες απλήρωτο τηλέφωνο- ανακάλυπτε με ορθάνοιχτο στόμα το διαδίκτυο, χάζευε ασπρόμαυρες avant garde ταινίες μασουλώντας bitter σοκολατάκια γεμισμένα με βύσσινο και αναθεωρούσε ριζικά τις σχέσεις της με τον ήλιο που είχε πλέον πάψει να της φαίνεται αντιπαθής και αλαζόνας.
Βλέπεις η πόλη την ημέρα ήταν μια νέα περιπέτεια, που βίωνε βολτάροντας χαμένη σε ένα παραλήρημα εκστατικών σκέψεων και ανακαλύπτοντας σε ένα διαρκές ευχάριστο ξάφνιασμα απρόσμενες γωνιές μαγικής αρχιτεκτονικής, αλλόκοτα αφημένες πλατείες, πονηρεμένα παγκάκια, ιδιότροπα ρόπτρα σε ασήμαντες πόρτες, αλλοπρόσαλλους ριψοκίνδυνους κισσούς να κατακτούν άμαχους τούβλινους τοίχους, αφηρημένα σωμών σαμιαμίδια να λιάζονται, αφύσικα λουλουδιασμένα μπαλκόνια και παναστείες ολοκαίνουριες επιγραφές με σπρέι σε πρώην καθαρούς τοίχους-ένα πλήθος ευφάνταστα σκηνικά βγαλμένα από ανείπωτες ακόμα διηγήσεις, που τα βράδια λες και δεν υπήρχαν τόσο καιρό, λες και ήταν διαποτισμένα με μια ύπουλη αόρατη ουσία που τα εμφάνιζε μόνο υπό το φως του καλοκαιρινού ήλιου σαν εκείνες τις μαγικές επιγραφές με το λεμόνι που έκανε μικρή στην τελευταία σελίδα των σχολικών της τετραδίων.
Γέμιζε λοιπόν με καινούριες εικόνες που απογείωναν τη σκέψη της και μετά αλαφιαζόταν να βρει τους φίλους της να τους τις αραδιάσει και να φτιάξει μαζί τους ιστορίες με αυτές. Αλλά όταν ερχόταν η στιγμή να μιλήσει το μυαλό της βραχυκύκλωνε αυτόματα, το λεξιλόγιο της φαινόταν παλιωμένο και λίγο, τα επίθετα και τα επιρρήματα χαλασμένα, τα άρθρα άχρωμα και άοσμα, τα ρήματα χωρίς καθόλου μα καθόλου φαντασία ρε παιδί μου και τελικά δεν κατάφερνε όχι μόνο να αποδώσει εκείνη τη μαγική ευφορία που της προκαλούσαν αλλά ούτε καν να δώσει μια απλή φωτογραφική περιγραφή. Γόρδια η γλώσσα της αρνούταν αμετάπειστη να τη βοηθήσει και τα χέρια της αεικίνητα την έτρωγαν σαν να ήξεραν κάποτε τον τρόπο. Αλλά πλέον ακόμα και αυτά να τον είχανε ξεχάσει.