Monday, November 08, 2010


Με το πρώτο βλέμμα στο ταβάνι η πρωταγωνίστρια αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που της άλλαξε τόσο πολύ τις κυριακές σαν να έσβησε το φως ή να χάλασε ξαφνικά ο θερμοσίφωνας και έμεινες χωρίς ζεστό νερό να τουρτουρίζεις στην μπανιέρα. Έψαξε ξανά να βρει την αναπνοή της – που ήταν μπλεγμένη σε ένα μακροσκελές και πυκνό όνειρο κρεμασμένο από παιδικές αναμνήσεις και ακαθόριστους γονιδιακούς φόβους και εμμονές- ώστε να βρουν τα πόδια της πρησμένα τις παντόφλες, επιτυχώς κρυμμένες στην πιο μυστηριώδη θέση της ανεξερεύνητης στέπας που απλωνόταν κάτω από το κρεβάτι της και τραβήχτηκε δυσκίνητα, σα να φορούσε τα χρόνια της κουστούμι, μέχρι το φως που έριχνε το παράθυρο της κουζίνας πίσω από τον καναπέ. «Είναι χειμώνας» σκέφτηκε ή είπε – δεν είχε σημασία γιατί όταν ξυπνάς μονάχος σου ο μόνος ουσιώδης θόρυβος είναι η σκέψη σου- «Δεν θά πρεπε να έχει κουνούπια. Ποιος χάλασε πάλι το θερμοστάτη- bloody weather» και πάτησε το λιγδιασμένο διακόπτη του βραστήρα ελπίζοντας να έχει μείνει νερό από τα ατελείωτα τελευταία χτεσινά τσάγια. Το βρώμικο φως του δωματίου την έκανε να σηκώσει τα μάτια προς το ρολόι. Πλησίαζε απόγευμα- για άλλη μια φορά η μέρα τελείωνε σα να της είχε χυθεί στο πάτωμα από σκισμένη συσκευασία. Σήκωσε τους ώμους κι έστειλε μια μακριά τούφα που έπεφτε στο δεξί μάτι στην άλλη πλευρά του κεφαλιού. Ούτως ή άλλως τα κυριακάτικα πρωινά της άφηναν στο στόμα τη γεύση παιδικού σιροπιού για το βήχα. Η πίκρα τους ήταν πιο βαθιά και διαρκής από την ύπουλη γλυκύτητα τους. Αγκάλιασε τη μεγάλη κίτρινη κούπα και σωριάστηκε στον καναπέ περιμένοντας το σούρουπο να εισβάλει σαν επίδραση αναλγητικού.cut

1 comment:

markos-the-gnostic said...

κι έπεσε ο καφές πάνω στις μακριές κάλτσες της