Thursday, October 07, 2010

σπουδή σε κιτρινισμένη φωτογραφία που δεν τραβήχτηκε ποτέ



η θάλασσα πάντως γνώριζε λέει όλα όσα δε γνώριζαν
πατώντας στα ίδια τα ζεματιστά χαλίκια
πόσο πόναγε (το αγκάθι του πιο τυχαίου αχινού
μπροστά στα πόδια σας)
πώς μέσα στο νέο αλάτι έμοιαζε να έκλειναν οι παμπάλαιες πληγές
να μοιάζουν τώρα πια
αμυχές (από αυτές που μόνο μάτια κάνουνε)
κι όλα όσα δεν ήθελαν να ξέρουνε η θάλασσα πάντως ήξερε λέει
κίτρινες ώρες
παγιδευμένοι πιο πέρα λίγο πιο δίπλα λίγο (εύχαρεις πάντα επιμόνως)
περιτυλίγματα από χάρτινες συμπάθειες
(η σκέψη δυο χαμόγελα αλλού
από το σώμα) κολλαριστές
(μόνο ένα βλέμμα ίσως να αρκούσε να τσακίσουν ίσως)
κι όλα όσα δεν έφταναν να ζήσουν η θάλασσα πάντως μάντευε
και τα κατάπινε έπειτα μ’ εκείνο το βαθύ θόρυβο
πλαταγίζοντας την τεράστια λευκή ωραία γλώσσα της
με ιερά ευχαρίστηση (μόλις αγγίζοντας υπενθυμιστικά τα
δάχτυλα σας μαυρισμένα) σαν βαριές λέξεις σκορπισμένες ποτισμένες
μεσημέρια
κι εικόνες κλεμμένες από ημερολόγια και καλοκαίρια καλλονών
(έν’ άλλο άλλοτε αν όχι ιδανικό, τότε ανάξιο)
σε σέπια καρτ ποστάλ βουβά ειδύλλια
σε άφταστα μακάρια νησιά κάποιου αγίου
η θάλασσα υπήρξε πάντως
(α, αυτό τουλάχιστον ας μην το αρνηθεί κανείς)
κάπως παράλογα ζεσταμένη και γεμάτη
από όλα όσα δεν ήτανε να γίνουν
ή (έστω) καλώς απλώς-κι επιμελώς- δεν έγιναν

Ποίηση




Προσπαθούσε λέει να
βγει από τις παύλες που την είχαν τόσο καιρό φυλακίσει
να μπει στην ιστορία ισότιμη
με όλες τις άλλες φράσεις.
Να ελευθερώσει τολμηρά τους δέσμιους των παρενθέσεων
Και των πχ.
Να σπάσει τα ειρωνικά κάγκελα των εισαγωγικών.
Να βγάλει το υποτιμητικό φέσι των υποσημειώσεων.
Να ξεσηκώσει ακόμα και εκείνες τις παραμελημένες λέξεις
που ενίοτε κρύβονται ανάμεσα σε δυο κόμματα.

Γνώριζε όμως, αλίμονο,
ότι όσο θα υπάρχουν τελείες και θαυμαστικά,
όσο θα ηγούνται τα υπερφίαλα κεφαλαία των προτάσεων,
όσο αυταρχικά ουσιαστικά θα κατατρέχουν τα επίθετα
και τα ρήματα θα βασιλεύουν ανέγγιχτα από τα ανίσχυρα επιρρήματα
δεν πρόκειται να επέλθει απελευθέρωση από
την βάναυση ολιγαρχία του συντακτικού.