Tuesday, February 24, 2009

Η επιστροφή


Άρχισε λοιπόν σταδιακά και υποσυνείδητα να δημιουργεί μόνη της ρωγμές. Ζεστά λεπτά βύθισης σε ήσυχες υγρές σκέψεις μολύνονταν με απειροελάχιστα ίχνη αμφιβολίας και τις μεταστάσεις τους. Ένα ασήμαντο τηλεφώνημα που δεν ήρθε όταν το περίμενε, ένα χαρισμένο μπουμπούκι που δεν άνοιξε ένα συγκεκριμένο πρωί, μια ιδιότροπη σάλτσα για μακαρόνια που δεν πέτυχε εντελώς, ένα ποθητό ζευγάρι παπούτσια που δε υπήρξε διαθέσιμο στο νούμερό της, μικρές καθημερινές ανούσιες απογοητεύσεις που αντί να προσπεράσει χαμογελώντας σχολιάζοντας τις ως αποδείξεις για το απρόσμενο της ζωής, όπως πριν, πίεζε τον εαυτό της να τις εκλάβει ως αδιάσειστα σημεία μιας υποτιθέμενης επερχόμενης κακοτυχίας.
Στην αρχή η επήρεια των τεχνηέντως επιτηδευμένων αυτών προσπαθειών ήταν μάλλον βραχεία. Η ευτυχία αυτονόητη και ακατάδεχτη καταλάμβανε σύντομα το εύρος της σκέψης της οργανικά και επέστρεφε με μια αδιόρατη νότα απογοήτευσης σε ευοίωνους σχολιασμούς και θερμά χαμόγελα.
Με τον καιρό όμως, και μετά από επίμονες απόπειρες, η διάρκεια επιρροής των σκιών αυξήθηκε. Λερωνόταν έτσι το φωτεινό φόντο της ύπαρξής της με λεκέδες πίκρας που την οδηγούσαν με γεωμετρικώς αυξανόμενη επιτάχυνση σε μια τεμπέλικη κατηφορική και γκρινιάρικη μελαγχολία.
Οι λιακάδες γίνονταν πλέον ενοχλητικά παρατεταμένες για την εποχή, το τσάι της είχε παραπάνω ζάχαρη απ΄ ότι θα ΄θελε, ο γάτος της ήταν φορτικά χαδιάρης, το κόκκινο κρασί της πολύ ξηρό και ο χυμός της πολύ κρύος, η ζεστασιά αφόρητη, οι παλμοί της πολύ χαμηλοί - η απόλαυση, κοινώς, υπερβολική για να την αντέξει…
Με μια λαίμαργη νοσταλγία αφηνόταν να τη συνεπάρει όσο όσο το σκοτάδι σαν την εμπειρία της αναζωπύρωσης μιας παλαιάς ισχυρής φιλίας που διακόπηκε κάποτε λόγω καταστάσεων και όχι διαθέσεων…
Η μελαγχολία πρόβαλε θωπευτικά την αγκαλιά της ποτίζοντάς την με τις απαραίτητες διεγερτικές δόσεις γλυκόπικρης ματαιότητας της ίδιας που παλαιότερα ενεργοποιούσε αποτελεσματικά τα δάχτυλά της. Οι σιωπές της επιμηκύνονταν εν τω μέσω εσπερινών ατέρμονων ενατενίσεων ντυμένων σε αργόσυρτες προκλασσικές μελωδίες ή μετά το βραδύ ξεφύλλισμα παρατημένων για καιρό κιτρινισμένων σελίδων γερμανικής ρομαντικής ποίησης…
Τα συναισθήματά της σε αυτή την κατάσταση εξακολουθούσαν βεβαίως να είναι αλλοπρόσαλλα και η αμφιθυμία της αξιοπρόσεκτη. Μέρος της τρομοκρατούνταν από αυτή τη μερική και απειλητική απώλεια της καθιερωμένης χαράς της ζωής και την αδυναμία της να χαρεί το φως, το άλλο όμως το ξεχασμένο κομμάτι της, πλέον αντιληπτό μόνο στα όνειρά, καταλαμβανόταν από μια υπόκωφη ικανοποίηση περί του φρούδου και εύθραυστου μιας ευτυχίας, που καθιστούσε επιτακτική και τουλάχιστον ενδεχόμενη την επιστροφή στην πολυπόθητη απελευθερωτική δημιουργία. Τα πινέλα πανηγύριζαν ανυπόμονα με τις φήμες και τα καβαλέτα ωσάν σε οίστρο στήνονταν αδιάντροπα στις πιο καλοφωτισμένες γωνίες έτοιμα να αγγιχτούν καθ’ όπως θα ‘πρεπε επιτέλους.

Friday, February 13, 2009

Τα όνειρα


Και μετά άρχισαν τα όνειρα. Σύντομα τρωκτικά όνειρα που ροκάνιζαν αιφνιδιαστικά ανέμελες στιγμές ευθυμίας, προκαλώντας απλανή βλέμματα και μικρούς πόνους στο στήθος. Στην αρχή ήταν αόριστα. Φαινομενικά λησμονημένα την καταδίωκαν μέσα στη μέρα ως μια περίεργη αίσθηση αναίτιας ανησυχίας. Αρνούταν πεισματικά να τα ανακαλέσει – μια μάλλον ανακλαστική αντίδραση καθώς διαισθανόταν το διασπαστικό τους περιεχόμενο-και η μνήμη της, υπακούοντας, υποταγμένη και αυτή στην εξουσία της αδρανειακής της ευτυχίας, ενεργοποιούσε τους πιο δυναμικούς μηχανισμούς απώθησης. Σιγά σιγά όμως το τείχος αυτό υποσυνείδητης προστασίας, πιεσμένο από το διαρκώς αυξανόμενο φόρτο παραγωγής, έπαψε να τα μπλοκάρει όλα, αφήνοντάς, σταδιακά, ονειρικά ρεύματα να μολύνουν τη σκέψη της με σχεδόν συγκεκριμένες εικόνες πλέον. Αγέννητα έργα ανύποπτης σύλληψης-αλλά αδιαμφισβήτητης μητρότητας- αποζητούσαν απελπισμένα να υλοποιηθούν χτίζοντάς της έντεχνες ενοχές για την μακροχρόνια απραξία της. Η παλιά γνωστή φαγούρα στα χέρια της επέστρεφε απειλητικά.
Το απροσπέλαστο φιμέ περίβλημα της μακαριότητας της παρόλα αυτά –αν και ήδη κλονισμένο από τις απειλητικές ρωγμές - συνέχιζε να τα κρατάει προκλητικά δεμένα.
Ξυπνώντας κάθε πρωί αν και στοιχειωμένη από την έντονη φαιά ονειρική προσταγή να ανοίξει το από καιρό αραχνιασμένο θλιβερό ατελιέ της, μέσα σε χρόνο ενός βλέμματος ντυνόταν την καθιερωμένη μόνωση ιλαρότητας και θέρμης. Αν και παγιδευμένη εξακολουθούσε να νιώθει ευτυχής. Και η αίσθηση αυτή όσο προχωρούσε η μέρα επικρατούσε δεσποτικά ρίχνοντας την πλέον σαφή επίγνωση των δεσμών της σε μια δεύτερη μοίρα.
Τα όνειρα όμως ήταν αδιαπραγμάτευτα. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Για να ξαναπιάσει τα πινέλα έπρεπε να σκοτώσει οριστικά την ευτυχία της.