Wednesday, February 27, 2008

logo stigmis

Οχτώ.
Και συ άνοιξες τις χούφτες σου
Τις ερμητικές.
Σαν καρυδότσουφλο.
Και μπήκε φως και ξύπνησα.
Και θέλησα να ανοίξω και γω
τα μάτια μου
να σε κοιτάξω ολόκληρο.
Και να χαμογελάσω.
Αλλά ήταν κολλημένα.
Με κόλλα
πανίσχυρης στιγμής,
όπως αυτές
που διαφημίζουν άσκοπα
κάτι ξημερώματα,
εμβόλιμα
στα όνειρά μου
-τα cinemascope-
κορίτσια.
Χωρίς φωνή.
Μόνο με σώμα όμορφο.
Και μάτια.
Ίσα ίσα να σου κρατάνε συντροφιά
εκείνες τις άγριες στιγμές.
Όταν ξεχνώ ποιος είσαι
Αγάπη μου

backwards


Τα πρωινά δε μίλαγε. Σηκωνόταν μόνο όταν ήταν απολύτως απαραίτητο ή όταν αντιλαμβανόταν ότι η αϋπνία με την οποία πέρασε άλλη μια παθιασμένη νύχτα δεν είχε σκοπό να αλλάξει αγκαλιά άμεσα. Αγριωπή και ακόμα ασυναρμολόγητη έκλεινε άγαρμπα τις σκούρες κουρτίνες που ακόμα χασμουριόντουσαν τεμπέλες από το προηγούμενο βράδυ, λογομαχώντας άηχα αλλά έντονα με τον υπερόπτη φλύαρο ήλιο που την χλεύαζε χαιρέκακα.
Μετά, έσερνε αργά τα γυμνά πόδια της στο πάτωμα απολαμβάνοντας τα ρίγη που της προσέφεραν απλόχερα τα κρύα πλακάκια και με έναν πικρό καφέ στο χέρι-που εμφανιζόταν μετά από κάποιες ανακλαστικές κινήσεις χαμένες σε ένα νέφος αμνησίας- βούλιαζε ακόμα μισοκοιμισμένη στην ξεφτισμένη κυρίως κόκκινη, κάποτε κάπως βελούδινη ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο luis τόσο πολυθρόνα- τελευταίο κομμάτι από ασύλληπτης αξίας σαλόνι, κληρονομιά από κάποιον άγνωστο θείο, διάττοντα, στην οικογένειά που δέχτηκε να μην την πουλήσει κι αυτή μόνο μετά από μια καλοσκηνοθετημένη απόπειρα αυτοκτονίας - κοιτώντας κατάματα τον καμβά απέναντί της περιμένοντας να της μιλήσει αυτός πρώτος.
Και μόνο μόλις αντιλαμβανόταν τους πρώτους φειδωλούς ψιθύρους του και αφού πλέον η καφεΐνη άρχιζε ντροπαλά να την κατακτά, άπλωνε τελετουργικά τα μακριά οστεώδη της δάχτυλα με τα μαβιά από το κρύο νύχια προς τα ανήσυχα παρδαλά πινέλα- που τεντώνονταν με λαχτάρα προς το μέρος της, ζητώντας της έκαστο να διαλέξει αυτό, κακολογώντας τα υπόλοιπα- και διάλεγε το πιο ευγενικό, το πιο ήσυχο και καθαρό, αν και ήξερε πολύ καλά ότι την επόμενη φορά θα ενσωματωνόταν κι αυτό ανεπιστρεπτί στον φασαριόζικο όχλο των συναδέλφων του. Και μετά από μια σύντομη συνεδρία με το σεβάσμιο και ολιγομελές συμβούλιο των χρωμάτων, άφηνε το ανέγγιχτο λεπτεπίλεπτο εργαλείο να τα βγάλει πέρα μόνο του με τον λιγομίλητο συνομιλητή της.
Το ταξίδι διαρκούσε αμέτρητες άμορφες ώρες. Ναρκωμένη από το νέφτι ακολουθούσε τις φωνές του καμβά και τις αυθόρμητες διαδρομές των πινέλων τα οποία ενίοτε τα εγκατέλειπε περίλυπα για να συνεχίσει την ντελιριακή της περιήγηση με τα εξαδάχτυλα παγωμένα χέρια της.
Και μετά ερχόταν το πρώτο χαμόγελο-ή έστω ίχνος χαμογέλιου- τη στιγμή που ο ήλιος χαιρετούσε αποδυναμωμένος από τα βουνά της δύσης και ο καμβάς της έβαζε τελεία στο τραγούδι του. Και το σώμα της βυθισμένο στα χρώματα, στις αναθυμιάσεις και στην αναγεννησιακή πολυθρόνα επιτέλους ξυπνούσε πλέον πλήρως και ανασηκωνόταν. Μέχρι οι ώρες να μικρύνουν επαρκώς άναβαν παντού κεριά, οι κουρτίνες έχασκαν απορημένες, η μπανιέρα πλημμύριζε με καυτό νερό και πυκνά μαύρα μαλλιά και όλο το σπίτι γέμιζε ασύδοτα με σανδαλόξυλο και Μπαχ. Και όταν έφτανε η στιγμή έδενε τα ατελείωτα μαλλιά της σε αμέτρητους κότσους, άρπαζε το τεράστιο σκούρο αντρικό της παλτό και έβγαινε με ένα μπουκέτο μαύρα φρεσκοβαμμένα τριαντάφυλλα για να τα προσφέρει στη νύχτα που την περίμενε έξω κατάμαυρη να τη διδάξει την τέχνη της. Λίγο παρακάτω, στα πιο σκοτεινά και παρακμιακά στέκια της πόλης οι φίλοι της περίμεναν ανυπόμονα πίνοντας το πιο νερωμένο ουίσκι και τσιμπολογώντας μπαγιάτικα φυστίκια, να ακούσουν για ένα ακόμα μακρύ βράδυ τις θλιβερές αλλά τόσο γοητευτικές της αγορεύσεις.